Μανταμάδος

Μανταμάδος

Ο Μανταμάδος είναι οικισμός της βορειο-ανατολικής Λέσβου, ευρέως γνωστός ως προσκυνηματικός τόπος, λόγω της λειτουργίας της Μονής Ταξιαρχών. Η δημιουργία του οικισμού χρονολογείται κατά στον 17ο αιώνα και συνδέεται με την μετακίνηση κατοίκων από τους διάσπαρτους παραλιακούς οικισμούς της περιοχής προς την ενδοχώρα, με σκοπό την προστασία από τις συνεχείς πειρατικές επιδρομές. Ακολούθησε η σταδιακή επέκτασή του κατά μήκος των δύο οχθών του χειμάρρου, οι οποίες συνδέονταν με γέφυρες.
Οι οικονομικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν οι κάτοικοι του οικισμού αφορούσαν την ελαιοκαλλιέργεια, την κτηνοτροφία και την παραγωγή και διακίνηση κεραμικών ειδών. Η αγγειοπλαστική είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην ευρύτερη περιοχή του Μανταμάδου ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι αγγειοπλάστες, ακόμα και σήμερα παράγουν μία ιδιαίτερη κατηγορία κεραμικών, τα «τσανακαλιώτικα», με συγκεκριμένες φόρμες και πλούσιο διάκοσμο, επηρεασμένο από την αισθητική της ισλαμικής κεραμικής παράδοσης.
Μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε ο οικισμός από τον 19ο αιώνα έως και τις αρχές του 20ου χάρη στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου. Στο Μανταμάδο την περίοδο εκείνη λειτουργούσαν τέσσερα ελαιοτριβεία που βρίσκονταν στις παρυφές του οικισμού και πάντα σε εγγύτητα με κάποιο χείμαρρο. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το Κοινοτικό Ελαιοτριβείο, έργο του Λέσβιου αρχιτέκτονα Ασημάκη Φούσκα. Σήμερα λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο και μουσείο αγγειοπλαστικής.
Η οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη του 19ου αιώνα αποτυπώθηκε στο μέγεθος και τη μορφή του οικισμού. Ο οικιστικός ιστός είναι πυκνός, με δαιδαλώδη μορφή και λιθόστρωτα δρομάκια, σύμφωνα με τα λεσβιακά πρότυπα. Τα μέτωπα των δρόμων διαμορφώνονται από τις όψεις των κτιρίων και τους χαρακτηριστικούς ψηλούς μαντρότοιχους, με τη μεγάλη δίφυλλη αυλόπορτα, που προστάτευαν την κατοικία. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων και τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτα.
Πίσω από τους ψηλούς μαντρότοιχους, η κατοικία αναπτύσσεται σε άμεση εξάρτηση με τον αύλειο χώρο, με βοηθητικά κτίσματα και στεγασμένους χώρους για τα οικόσιτα ζώα, το φούρνο, το αποχωρητήριο και τις αποθήκες. Σημαντικές για την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του οικισμού είναι οι αδελφικές κατοικίες, γνωστές ως αδελφομοίρια που μοιράζονταν ως γονική περιουσία.
Στην ανατολική όχθη του χειμάρρου εντοπίζεται η παλιά αγορά του Πέρα Μαχαλά, ερημωμένη σήμερα. Με το πέρασμα του χρόνου η οικονομική δραστηριότητα μετατοπίστηκε προς τα δυτικά, όπου το 1925 κατασκευάστηκε και το Δημοτικό Σχολείο. Γύρω από την πλατεία του Αγίου Βασιλείου χτίστηκαν καφενεία, πανδοχεία, εμπορικά καταστήματα, ενώ αποτελεί μέχρι σήμερα το επίκεντρο της καθημερινής ζωής του οικισμού.
Λίγο βορειότερα, στον αρχοντομαχαλά συναντάμε κάποιες από τις παλαιότερες αρχοντικές κατοικίες του οικισμού, με παραδοσιακά στοιχεία, αλλά και κάποιες με οχυρωματικό χαρακτήρα. Νεότερες κατοικίες των αρχών του 20ου αιώνα με νεοκλασικά χαρακτηριστικά κατασκευάστηκαν στο νότιο τμήμα του οικισμού, κοντά στο παλιό οθωμανικό λουτρό.

Κτήρια Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς

Στο πλαίσιο των εργασιών του Υποέργου 1, στον οικισμό του Μανταμάδου πραγματοποιήθηκε καταγραφή διακοσίων (200) κτηρίων, τεσσάρων (4) κρηνών και ενός (1) ανεμόμυλου. Τα δεδομένα της καταγραφής εισήχθησαν σε μία ψηφιακή γεωβάση δεδομένων, δημιουργώντας έτσι μία διακριτή ψηφιακή ταυτότητα για κάθε κτήριο. Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν αφορούν σε γεωχωρικά, ιστορικά και αρχιτεκτονικά δεδομένα, σε φωτογραφική αποτύπωση, σε πολεοδομικά χαρακτηριστικά, στην μορφολογία, στην παθολογία και στην κατάσταση διατήρησης των κτηρίων.

Ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο προκειμένου να ανακαλύψετε την νεότερη αρχιτεκτονική κληρονομιά του Μανταμάδου.

Scroll to Top