Η αγγειοπλαστική παράδοση του Καρλοβάσου
Στη Σάμο δύο μέρη φημίζονται για την αγγειοπλαστική τους παράδοση: οι Μαυρατζαίοι και το Καρλόβασι. Η τέχνη της αγγειοπλαστικής ξεκινά στα μέσα του 19ου από τους Μαυρατζαίους, τους οποίους ονόμαζαν «κανατάδες». Λίγο αργότερα, περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα, ξεκινάει η παραγωγή κεραμικών και στο Καρλόβασι. Τα κεραμικά που προέρχονται από τις δύο αυτές περιοχές έχουν διακριτά χαρακτηριστικά τόσο ως προς την κατασκευή όσο και ως προς τη διακόσμηση. Οι Μαυρατζώτες, γνωστοί για την κατασκευή στάμνας, ασκούσαν την αγγειοπλαστική τέχνη παράλληλα με τις αγροτικές εργασίες. Έτσι, τα μαυρατζώτικα αγγειοπλαστεία, κιρχανάδες στην τοπική διάλεκτο, λειτουργούσαν κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες ενώ τον υπόλοιπο καιρό οι τεχνίτες ασχολούνταν με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Ως προς την τεχνοτροπία τους, τα μαυρατζώτικα κεραμικά ονομάζονταν και «πράσινα», λόγω της χρήσης χαλκού στη διαδικασία παραγωγής. Σήμερα η συγκεκριμένη τεχνική έχει εκλείψει πλήρως. Αλλά και το χωριό έχει μείνει έρημο από κατοίκους.
Οι καρλοβασίτες αγγειοπλάστες ασχολούνταν με την αγγειοπλαστική αποκλειστικά ως πηγή βιοπορισμού, ακόμα και τον χειμώνα παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που μπορούσαν να επηρεάζουν τους ρυθμούς παραγωγής. Μάλιστα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα στο Καρλόβασι λειτουργούσαν πολλά εργαστήρια με ένα μεγάλο αριθμό σπουδαίων μαστόρων, οι οποίοι λόγω της μεγάλης ζήτησης έφτασαν να βελτιώσουν τόσο την τεχνική όσο και την αισθητική των κεραμικών τους. Τα καρλοβασίτικα αγγεία θα γίνουν περιζήτητα και θα ξεχωρίσουν για τα ιδιαίτερα χρώματα και την πολύχρωμη διακόσμηση με κύριο χαρακτηριστικό τα λουλούδια. Στα εργαστήρια οι άντρες αναλάμβαναν τη σκληρή δουλειά, όπως την εξεύρεση της πρώτης ύλης, την παρασκευή του πηλού, το πλάσιμο στον τροχό, το άναμμα των καμινιών και όλη τη διαδικασία του ψησίματος των κεραμικών. Οι γυναίκες ασχολούνταν κυρίως με το πλούμισμα, τη διακόσμηση δηλαδή των αγγείων. Σημαντικοί μάστορες του πηλού υπήρξαν ο Σπύρος Τσουβαλάς, ο Βασίλης Κοντορούδας, τον οποίο διαδέχθηκε στο εργαστήριο ο γιος του, Γιάννης Κοντορούδας, ο Δημήτρης Βαθιώτης, το εργαστήριο του οποίου ανέλαβε μετέπειτα ο γιος του Μανώλης Βαθιώτης.
Η σταδιακή εμφάνιση των πλαστικών προϊόντων κυρίως τη δεκαετία του 1970 και ο εξηλεκτρισμός των νοικοκυριών θα οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης των κεραμικών με αποτέλεσμα πολλά από τα αγγειοπλαστεία του Καρλοβάσου είτε να κλείσουν είτε να αρχίσουν να παράγουν κεραμίδια, αφού λόγω της αυξανόμενης ανοικοδόμησης η ζήτησή τους ήταν μεγάλη. Φυσικά, η παραγωγή κεραμιδιών δεν ήταν το ίδιο δημιουργική και καλλιτεχνική, όμως ήταν ένας τρόπος επιβίωσης.
Το μοναδικό εργαστήριο αγγειοπλαστικής που λειτουργεί πλέον στο Καρλόβασι είναι αυτό του «Βαθιώτη». Η κόρη του, Σταματία Βαθιώτη, μαθαίνοντας αρχικά την τέχνη κοντά στον Βασίλη Κοντορούδα και αργότερα σε ιδιωτική σχολή της Αθήνας, θα αποφασίσει στα 19 της χρόνια να επαναλειτουργήσει το εργαστήριο του πατέρα της στην περιοχή Καναπτσέικα του Νέου Καρλοβάσου. Το εργαστήριο σταμάτησε τη λειτουργία του το1974 με τον θάνατο του Μανώλη Βαθιώτη. Από το 1979, η Σταματία Βαθιώτη θα γίνει η πρώτη γυναίκα αγγειοπλάστρια του Καρλοβάσου και με τη βοήθεια της μητέρας της Πάτρας Βαθιώτη, που ζωγραφίζει αδιαλείπτως εδώ και 70 χρόνια, θα καταφέρει να κρατήσει ζωντανή την καρλοβασίτικη αγγειοπλαστική παράδοση. Τα τελευταία χρόνια, τη λειτουργία της επιχείρησης έχει αναλάβει η κόρη της Βαθιώτη, Εμμανουέλα Μακρή, που παράλληλα με το εργαστήριο στο Καρλόβασι το 2014 άνοιξε και ένα ακόμα εργαστήριο στο χωριό Μανωλάτες. Στο εργαστήριο «Βαθιώτη» μπορεί να βρει κανείς πλήθος αγγείων με ποικίλα σχέδια, από τα παραδοσιακά ψάρια της γιαγιάς Πάτρας έως τις σύγχρονες γραμμές της Εμμανουέλας. Πιάτα, ποτήρια, κανάτες, γαβάθες και η χαρακτηριστική «δίκαια κούπα του Πυθαγόρα».
Προφορικές Μαρτυρίες για την αγγειοπλαστική παράδοση του Καρλοβάσου
Παραδοσιακές τέχνες και επαγγέλματα Καρλοβάσου
Σάμος, Καρλόβασι
«Το εργαστήριο είναι 4 γενιές. Είναι από το 1922, είναι από τον προ-παππού, τον Δημήτρη Βαθιώτη. Ήρθε πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, έκανε αυτό το επάγγελμα στο Σιβριχισάρ και ήρθε ως πρόσφυγας το ’22 οπότε έφτιαξε το πρώτο του καμίνι και συνέχισε στην ουσία το επάγγελμα που ήξερε. […]Μετά τον διαδέχθηκε ο γιος του, ο Μανώλης Βαθιώτης, από 12 χρονών μπήκε στην παραγωγή. Συνέχισε μέχρι το ’74 που πέθανε κι έκλεισε το εργαστήριο άδοξα και ξαφνικά. Το 1979 ξεκίνησε και επαναλειτούργησε το εργαστήριο η μητέρα μου, η Σταματία Βαθιώτη, είναι 41 χρόνια σερί αγγειοπλάστης. Μαζί με τον παππού ήταν και η γιαγιά όλα αυτά τα χρόνια, δούλευαν μαζί και μετά πάλι δίπλα στο πλευρό της μάνας μου, μετά από κάποια χρόνια ήρθε και η θεία μου και δουλεύανε μαζί και το 2014 αποφάσισα να ανοίξω κι εγώ πάνω στο χωριό Μανωλάτες το δικό μου εργαστήριο και πάμε παράλληλα»
(Εμμανουέλα Μακρή-Βαθιώτη, 2021)
«Ξέρουμε περίπου τι θα χρειαστούμε, τι είδη θα χρειαστούμε, γιατί έχει πολλή δουλειά, κάθε κομμάτι θα είναι και είκοσι φορές για να τελειώσει. Γίνεται προετοιμασία, αποθηκεύουμε το πρώτο ψήσιμο και κάνουμε ότι μας έχει παραγγείλει κάποιος γιατί για να στεγνώσει κάνει και 20 μέρες, τα ζωγραφίζουμε και πάει στο δεύτερο ψήσιμο. Δηλαδή κυρίως αποθηκεύουμε πρώτο ψήσιμο»
(Σταματία Βαθιώτη, 2021)
«Είχε καημό ο παππούς της, γιατί δεν είχε συνεχιστή. Τα κορίτσια τότε δεν μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Ήταν πολλή δύσκολη. Για να ψήσεις καμίνι ήταν ένα μεγάλο κι έπρεπε να το γεμίσεις μια αυτοκινητιά ξύλα για να ψήσεις. […] Όλοι οι σταμνάδες πεθάνανε νέοι από την κούραση. Ενώ τώρα πάλι με τα χέρια τα κάνουνε αλλά έχουνε τα ηλεκτρικά και δεν υπάρχουν τα δύσκολα. Το χώμα το φέρνανε από τον Προφήτη Ηλία, ήτανε απελπιστική η κατάσταση. Εγώ δεν έμαθα τροχό γιατί δεν πρόλαβα κιόλας. Που να άφηνα 4 μωρά; Η ζωγραφική μου αρέσει και ευτυχώς δεν τρέμουνε τα χέρια μου ακόμα»
(Πάτρα Βαθιώτη, 2021)
«Τα καλοκαίρια πήγαινα στον Κοντορούδα. Ήμουν 13-14 χρονών όταν πέθανε ο πατέρας μου. Πήγαινα στον Κοντορούδα, έκανα λίγο τροχό, για να μάθω. Όταν τελείωσα το σχολείο πήγα στην Αθήνα σε ένα εργαστήριο, υπήρχε κι ένας οργανισμός, ο ΕΟΜΕ, τώρα έχει καταργηθεί, και βοηθούσε πολύ, πήγαμε εκεί γιατί ξέρανε και τον πατέρα μου και πήγα σε ένα εργαστήριο, στην Κανελλοπούλου την Ελένη, πήγαινα και σε μια ιδιωτική σχολή και σε ένα χρόνο ήρθα (στο Καρλόβασι) και άνοιξα. Έκανα τροχό αλλά με δυσκολία μεγάλη, δεν ήξερα όταν άνοιξα, τα βασικά. Η μαμά ήταν στυλοβάτης. […] Δεν μου δίνανε στην αρχή άδεια να ανοίξω γιατί ήταν η ενηλικίωση στα 21»
(Σταματία Βαθιώτη, 2021)
«Πριν το Καρλόβασι αγγειοπλαστικό κέντρο της Σάμου είναι οι Μαυρατζαίοι. Οι Μαυρατζαίοι ξέρουμε ότι ήταν και τον 19ο αιώνα. Τα παλιά των Μαυρατζαίων, που φτιάχνανε ό,τι μπορείς να φανταστείς από πήλινο, τα έψηναν εκεί, χρηστικά όλα και τα διακοσμούσανε απλά με οξείδια μετάλλων, όπως είναι ο χαλκός. Τα πράσινα των Μαυρατζαίων είναι καταπληκτικά»
(Νικήτας Κυπαρίσσης, 2021)
«Κεραμίδια; 2000 την ημέρα. Εκείνος ακούμπαγε το καλούπι σε ένα «τισιάνι» το λέγαμε, ξύλινο, έβαζε τη λάσπη και γινότανε και εγώ το έπαιρνα, σε όλο το δρόμο το ένιβα, το ένιβα, έκανα και το φρύδι και το έβαζα κάτω… μέχρι 2000 φτάσαμε. Επειδή δεν είχε πολλή δουλειά το γυρίσαμε στα κεραμίδια»
(Πάτρα Βαθιώτη, 2021)
Η παραγωγή οίνου και σούμας στο Καρλόβασι
Η καλλιέργεια του αμπελιού και η παραγωγή κρασιού στη Σάμο μαρτυρείται ήδη από την αρχαιότητα. Στα νεότερα χρόνια στο έδαφος της Σάμου ευδοκιμεί ιδιαίτερα η ποικιλία του μοσχάτου σταφυλιού, η οποία καταλαμβάνει το 95% των αμπελώνων.
Στο Καρλόβασι είναι αρκετοί αυτοί που ασχολούνται με την καλλιέργεια αμπελιού, ωστόσο πλέον δεν αποτελεί την κατεξοχήν τους απασχόληση. Συνήθως, όλοι έχουν κάποιο αμπέλι, άλλοτε μεγαλύτερο κι άλλοτε μικρότερο, ενώ παράλληλα καλλιεργούν και ελιές. Όταν σταματούν τις εργασίες στο αμπέλι, καταπιάνονται με τις ελιές. Έτσι, όλο τον χρόνο οι Καρλοβασίτες απασχολούνται με αγροτικές εργασίες παράλληλα με το βασικό επάγγελμά τους. Αυτό συμβαίνει γιατί οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις δεν είναι τόσο μεγάλες, ώστε να αποτελούν οι καλλιέργειες το μοναδικό μέσο βιοπορισμού.
Η φροντίδα του αμπελιού, κυρίως το κλάδεμα, ξεκινάει από τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο και λήγει με τον τρύγο τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Οι καλλιεργητές φροντίζουν ώστε το αμπέλι να κρατηθεί χαμηλά για να ωριμάσουν καλύτερα τα σταφύλια. Επίσης, φροντίζουν και για το «αργολόημα», δηλαδή τον καθαρισμό των φύλλων, προκειμένου το σταφύλι να το βλέπει ο ήλιος. Όταν το αμπέλι ωριμάσει, ξεκινάει ο τρύγος.
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους οι Καρλοβασίτες, όπως και οι περισσότεροι Σαμιώτες, το πουλούν στον Ενιαίο Οινοποιητικό Αγροτικό Συνεταιρισμό Σάμου (Ε.Ο.Σ.Σ.), τον Συνεταιρισμό όπως αποκαλείται από τους Σαμιώτες. Λειτουργεί στο νησί από το 1934 και από τότε συγκεντρώνει, οινοποιεί και εμπορεύεται σχεδόν το σύνολο της παραγωγής των αμπελουργών του νησιού. Ο Συνεταιρισμός εδρεύει σε δύο πόλεις, στο Βαθύ και στο Καρλόβασι, έτσι ώστε να μπορούν να εξυπηρετούνται όλοι οι κάτοικοι του νησιού. Μάλιστα, στον ΕΟΣΣ του Βαθιού έχει δημιουργηθεί και το Μουσείο Σαμιακού Οίνου, στο οποίο παρουσιάζεται η ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας του νησιού, η πορεία του Συνεταιρισμού και η παραγωγή των τοπικών ποικιλιών οίνου, με περισσότερο δημοφιλές το πολυβραβευμένο γλυκό σαμιώτικο κρασί.
Μπορεί το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους οι καλλιεργητές να το πουλούν στον ΕΟΣΣ, ωστόσο όλοι τους κρατούν κάποια ποσότητα για προσωπική χρήση. Έτσι, μετά την πώληση συνήθως ξεκινούν οι διαδικασίες για την παραγωγή του «δικού τους» κρασιού. Ο κάθε παραγωγός επιλέγει να πάει σε κάποιο πιεστήριο τα σταφύλια του. Αφού γίνει πρώτα ο διαχωρισμός σε ειδικό μηχάνημα, ακολουθεί το «πάτημα», με σύγχρονες πια μεθόδους, από το οποίο θα προκύψει ο μούστος, που με τη σειρά του θα ζυμωθεί για να γίνει κρασί.
Τα υπολείμματα των σταφυλιών που θα μείνουν μετά το πάτημα δεν πετιούνται. Αποθηκεύονται σε αεροστεγώς κλεισμένες σακούλες ή σε βαρέλια. Αφού υποστούν εκ νέου ζύμωση θα χρησιμοποιηθούν τον Οκτώβριο στα «καζάνια», προκειμένου να παραχθεί το απόσταγμα που στη Σάμο λέγεται «σούμα». Το «καζάνι», εκτός από την παραγωγή της «σούμας», είναι και μια καλή αφορμή συνάθροισης και γλεντιού. Παλαιότερα γινόταν με την παρουσία πολλών ατόμων, κυρίως αντρών, αλλά πλέον ο αριθμός αυτός είναι περιορισμένος.
Προφορικές Μαρτυρίες για την παραγωγή οίνου και σούμας στο Καρλόβασι
Παραδοσιακές τέχνες και επαγγέλματα Καρλοβάσου
Σάμος, Καρλόβασι
«Ξεκινάμε το κλάδεμα Ιανουάριο-Φεβρουάριο και μετά κοιτάμε να τα κρατήσουμε χαμηλά. Να κρατήσουμε τους χυμούς του αμπελιού κάτω. Τα κόβουμε με μαχαίρι. […] Το κλίμα έχει την τάση να ανεβάζει τους χυμούς επάνω, να θέλει να μεγαλώσει. Εμείς θέλουμε να το κρατήσουμε χαμηλά έτσι ώστε να θρέψει τα σταφύλια. Αν σηκωθεί ψηλά δεν θα τα θρέψει, δεν θα τα ωριμάσει, γιατί θα έχει την τάση να μακρύνει τις κληματόβεργες. […] Μετά, υπάρχει το «αργολόημα», δηλαδή καθαρίζουμε τα φύλλα χαμηλά ώστε να βλέπει το σταφύλι ο ήλιος. Αυτό γίνεται τον Μάιο, μια φορά, οι παλιοί το κάνανε δύο. Ουσιαστικά ένα κενό που έχεις είναι μετά τον τρύγο. Ο τρύγος θα τελειώσει Αύγουστο-Σεπτέμβριο, θα ξαναμπείς μετά τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο για να κλαδέψεις, αυτό είναι το μοναδικό κενό που έχεις μέσα στα αμπέλια. Που συνήθως όλοι έχουν ελιές, πέφτουν οι ελιές τότε και πας εκεί, δεν ξεφεύγεις από τα χωράφια»
(Μανώλης Ματθαίου, 2021)
«Το σωστό είναι να γίνει κατευθείαν το πάτημα, γιατί μετά οξειδώνονται. Το σωστό είναι να γίνει κατευθείαν και να μην έχει πολλή ζέστη γενικά. Να μην τα αφήσεις όλη μέρα στον ήλιο τα σταφύλια και να τα φέρεις μετά. Φέρνουν τα σταφύλια μέσα σε τελάρα, τα βάζουμε στο μηχάνημα που κάνει διαχωρισμό και πετάει τα κοτσάνια από τη μία πλευρά, λιώνει τις ρώγες και τα βάζουμε μέσα στο πιεστήριο. Στο πιεστήριο στραγγάει ο μούστος, τα βάζουμε, τα πιέζουμε, στύβουμε τα στέμφυλα και παίρνουμε τον μούστο που θα γίνει κρασί αργότερα»
(Μανώλης Ματθαίου, 2021)
«Το καζάνι είναι σαν γιορτή. Είναι μια παράδοση από παλιά, που θα έρθει ο κόσμος, είναι παρεΐστικη διαδικασία. Για να κάνει κάποιος τη σούμα του μαζεύονται και οι φίλοι του να ψήσουν, να δοκιμάσουν, είναι μια διαδικασία, είναι παρεΐστικη γιορτή. Αυτό γινόταν από παλιά, πάντα έτσι ήταν. Πάντα οι γυναίκες ψάχνανε τους άντρες στα καζάνια. Εκεί, Οκτώβριο, Νοέμβριο εξαφανίζονταν (οι άντρες)!»
(Μανώλης Ματθαίου, 2021)
«Το καθιερωμένο είναι να πας να πιεις, είναι σαν μίνι γιορτή το να βγάλεις σούμα. Δεν είναι ότι το κάνει ο κάθε έμπορος για να βγάλει σούμα να πουλήσει. Εδώ εγώ νομίζω ότι οι πιο πολλοί βγάζουν για το σπίτι τους τη σούμα. Κάθε χρόνο βγάζουμε σούμα, για να έχουμε να μοιράσουμε στην οικογένεια»
(Χρήστος Βαρβατές, 2020)
Λιμάνι Καρλοβάσου
Το Καρλόβασι, παρά τη έντονη εμπορική του δραστηριότητα, δεν διέθετε λιμάνι έως το 1903, οπότε και ολοκληρώθηκε η κατασκευή του. Μέχρι τότε οι μεταφορές γίνονταν αποκλειστικά με καΐκια, η φορτοεκφόρτωση των οποίων αποτελούσε ιδιαίτερα σκληρή και χρονοβόρα δουλειά. Οι εργασίες για την κατασκευή του λιμανιού ξεκίνησαν το 1871 και ως καταλληλότερη θέση επιλέχθηκε από τον ισχυρό άντρα του τόπου, Ιωάννη Χατζηγιάννη, η περιοχή Σχίνος. Στα τέλη του 20ου αιώνα αποφασίστηκε η επέκταση του λιμανιού, η οποία ολοκληρώθηκε περίπου το 2010.
Η κατασκευή του λιμανιού είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη της εμπορικής δράσης του τόπου αλλά και τη δημιουργία ενός νέου οικισμού στο οποίο θα διέμεναν πλέον οι Λιμανιώτες, όπως ονομάζονται μέχρι σήμερα οι κάτοικοί του. Έτσι, το «Λιμάνι», ο νεότερος οικισμός του Καρλοβάσου, χτισμένος ακριβώς κάτω από το Παλαιό Καρλόβασι, απέκτησε δικό του σχολείο, δική του ενορία και φυσιογνωμία.
Μέχρι τη δημιουργία του λιμανιού, οι κάτοικοι του Καρλοβάσου δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα. Από τη δημιουργία του όμως και μετά ένα μέρος του πληθυσμού άρχισε να απασχολείται με επαγγέλματα που σχετίζονταν με το λιμάνι. Άλλοι δούλευαν στο τελωνείο, άλλοι στα πλοία. Άλλοι πάλι αναλάμβαναν τις μεταφορές από το λιμάνι στο Νέο Καρλόβασι ή στον Όρμο, όπου βρίσκονταν τα βυρσοδεψεία με τα επεξεργασμένα δέρματα που έπρεπε να μετακινηθούν από και προς το λιμάνι.
Παράλληλα με την ανάπτυξη των επαγγελμάτων του λιμανιού αναπτύχθηκε στο Καρλόβασι και η ναυπηγική τέχνη. Στη Σάμο θεωρείται μέχρι και σήμερα ως σημείο αναφοράς των καραβομαραγκών ο Άγιος Ισίδωρος. Αλλά και στο Καρλόβασι υπήρξαν σημαντικοί ταρσανάδες, όπως αυτός του Κοντάρα, που ξεκίνησε τη λειτουργία του γύρω στο 1950. Η εγκατάσταση σωζόταν μέχρι το 1990.
Προφορική Μαρτυρία για το Λιμάνι Καρλοβάσου
Παραδοσιακές τέχνες και επαγγέλματα Καρλοβάσου
Σάμος, Καρλόβασι
«Εγώ μεγάλωσα σε μια περιοχή που ξέραμε πάρα πολύ καλά τα όρια της (εν. το Λιμάνι), γιατί πηγαίναμε στο δημοτικό σχολείο και είχαμε και εκκλησία και ενορία, ο Αϊ Γιάννης. Οπότε ένας οικισμός που έχει ενορία και σχολείο είναι γειτονιά και ξέρει πάρα πολύ καθαρά ποια είναι τα όρια του, ποιοι είναι οι δικοί του χωριανοί και ποιοι είναι οι άλλοι»
(Δημήτρης Θρασυβούλου, 2021)
Πηγή για το Λιμάνι Καρλοβάσου
Παραδοσιακές τέχνες και επαγγέλματα Καρλοβάσου
Σάμος, Καρλόβασι
«Στο Καρλόβασι ναυπηγούσαν παλαιότερα τα αδέλφια Ιωάννης και Ξενοφώντας Φλαμουράκης, ο Ισίδωρος Κοντοβίλης και ο Θεοχάρης Ανδρεάδης. Από το Νικόλα Ψιλοπάτη έμαθε την τέχνη και ο μικρασιάτης Ιωάννης Κοντάρας που άνοιξε το τελευταίο ναυπηγείο στο Καρλόβασι το 1948, και το οποίο συνέχισαν αργότερα τα παιδιά του Μήτσος και Παναγιώτης. […] Στο ναυπηγείο του Κοντάρα στο Καρλόβασι σωζόταν έως το 1990 η τελευταία παραδοσιακή σάλα που είχε φτιάξει ο Μαστρογιάννης Κοντάρας γύρω στο 1950»
(Κώστας Δαμιανίδης (2004) «Προφορικές μαρτυρίες για την ξυλοναυπηγική στη Σάμο», Καλοκαιρινές Σαμιακές Συναντήσεις, σ. 196-208)
Αστρουλάκης, Νικήτας. (1926). «Το άσυλον των λεπρών Σάμου», Σαμιακή Στοά, τ.Α’, (επιμ.) Θεοσεβεία Βεργή, Καρλόβασι.
Βακιρτζής, Ιωάννης. (2005). Ιστορία της Ηγεμονίας Σάμου 1834-1912, Αθήνα.
Βαρβούνης,
Μανόλης. (2018). «Η λέπρα στη Σάμο: Από την παραδοσιακή ιατρική στην
επιστημονική αντιμετώπιση», Πρακτικά Πανελλήνιου Επιστημονικού
Συνεδρίου, Αθήνα, 7-11 Μαρτίου 2012, Λαϊκή Ιατρική και Ιατρική Επιστήμη. Σχέσεις Αμφίδρομες, τ. Β’, σσ. 379-399, Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
Δαμιανίδης, Κώστας. (2004). «Προφορικές μαρτυρίες για την ξυλοναυπηγική στη Σάμο», Καλοκαιρινές Σαμιακές Συναντήσεις, σ. 196-208.
Δημητρίου, Νικόλαος. (1979). Ιστορία της Σάμου, Αθήνα: Εκτύπωσις «ήρα».
Δημητρίου, Νικόλαος. (1985). Λαογραφικά της Σάμου, τ. 2, Αθήνα: Ν. Δημητρίου.
Δημητρίου, Νικόλαος. (1987). Λαογραφικά της Σάμου, Αλκιβιάδης Δημητρίου (επιμ.), τ. 4, Αθήνα.
Δημητρίου, Νικόλαος. (1996). Λαογραφικά της Σάμου 7, Λεξικό του Γλωσσικού Σαμιακόυ Ιδιώματος, Αθήνα.
Έθιμα και Παραδόσεις στο Καρλόβασι και στα περίχωρα. (2007). Τ.Ε.Ε. –ΕΠΑ.Λ. Καρλοβάσου.
Ζαφείρης, Γιάννης. (1977). Λογοθέτης Λυκούργος. Ο Μεγάλος Σαμιώτης Αρχηγός του 1821, Αθήνα.
Θρασυβούλου, Δημήτρης. (2007). «Ο εμφύλιος στη δυτική Σάμο. Το επεισόδιο της Λέκας, Μάιος 1946», στο Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων & Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Σάμου.
Καλατζής, Κώστας. (1992)[1990]. Το ταμπάκικο, Αθήνα: ΠΙΤΣΙΛΟΣ.
Καλατζής, Κώστας. (2007). «Πρόσωπα και τόποι του χθεσινού Νέου Καρλοβάσου», Πρακτικά συνεδρίου Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο, Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Σάμου, σσ. 107-139.
Καλομοίρη, Χαρά. (1997). «Η γέννηση ενός φεστιβάλ», στο Ο Μανώλης Καλομοίρης και η ελληνική μουσική, Σάμος: Φεστιβάλ «Μανώλης Καλομοίρης».
Καραθανάσης, Κώστας. (1995). Γεώργιος Κλεάνθης. Ο Σαμιώτης Εθνικός Βάρδος, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.
Κεντούρης, Αλέξανδρος. (1939). «Η Βυρσοδεψία εν Σάμω», στο Σαμιακόν Ημερολόγιον, Αθήναι, σσ. 56-63.
Κιλουκιώτης, Ιωάννης. (2020). «Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι της Σάμου» (www.samosin.gr 14/4/20).
Κλουβάτος, Κ. Δημήτριος. (2006). Σαμιακά Πεπραγμένα, τ. 1, βιβλίο τρίτο: Το Αμπέλι/κρασί της Σάμου, Καρλόβασι.
Κόγιας, Ντίνος. (2000). Τροχιόδρομος Καρλοβασίων Σάμου (1905-1939), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων.
Κόγιας, Ντίνος. (2004). «Οι μαστόροι του Πηλού στη Σάμο (1870-1970)», στο Καλοκαιρινές Σαμιακές Συναντήσεις, Α. Σφοίνη (επιμ.), Αθήνα.
Κόμης, Κώστας. (2014). «Η λέπρα στη Σάμο (19ος – 20ος αιώνας)», Πρακτικά Συνεδρίου (Σάμος, 2-4 Νοεμβρίου 2012), Από την αυτονομία στο εθνικό κράτος. Η ενσωμάτωση της Σάμου στην Ελλάδα, σσ. 233-266, Σάμος: Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Σάμου.
Κουρέρης, Γεώργιος. (2013). Η ιατρική στη Σάμο κατά την περίοδο της Ηγεμονίας (1834-1912), Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή.
Κουτσός, Νικόλαος. (2020). Στο λυκόφως ενός Βυρσοδεψείου, Πειραιάς.
Κρητικίδης, Εμμανουήλ. (1867). Αρχαιολογία. Αρχαίοι ναοί της Σάμου μετ’ ανακαλυφθεισών επιγραφών, Σύρος: Τύποις Ρ. Πρίντεζη
Κρητικίδης, Εμμανουήλ. (1870). Πραγματεία περί της ερημώσεως και του συνοικισμού της Σάμου, Σύρος: Τύποις Ρ. Πρίντεζη
Κροκίδης, Δημήτρης. (1999). «Μια προσπάθεια για την καταγραφή των βυρσοδεψείων στο Καρλόβασι της Σάμου», Τεχνολογία. Ενημερωτικό δελτίο πολιτιστικού τεχνολογικού ιδρύματος ελληνικής τράπεζας βιομηχανικής αναπτύξεως, τεύχος 9, σσ. 24-26.
Νόου, Νίκος. (1976). Σάμος, η γη μας. Ιστορία, Χρονικό, Φωτογραφία – Τουρισμός
Οικονόμου, Ανδρομάχη. (1994). «Σημείωμα για τη βυρσοδεψία στη Σάμο», Σαμιακές Μελέτες, τ. Α’, Αθήνα: Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», σσ. 189-192.
Παπακωνσταντίνου, Θανάσης (επιμ.). (1999). Τα βυρσοδεψεία και το Καρλόβασι, Λύκειο Καρλοβάσου, Ομάδα μαθητών, Καρλόβασι.
Ρίτσου, Έρη. (2007). «Ο Γιάννης Ρίτσος στο Καρλόβασι», στο Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων & Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Σάμου.
Σεβαστάκης, Αλέξης. (1979). Σφαγείο (μυθιστόρημα), Αθήνα: Θεμέλιο.
Σεβαστάκης, Αλέξης. (1995). Ιστορικά Νέου Καρλοβάσου Σάμου 1768-1840, Αθήνα: Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου».
Σταματιάδης, Επαμεινώνδας. (1970). Σαμιακά. Ιστορία της Σάμου. Από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι το 1890, τ. Δ’, Αθήνα: Ιωάννης Σοφούλης.
Τσέλαλη, Γιώτα. (1998). «Η σαμιακή βυρσοδεψία», Καθημερινή, Αφιέρωμα Επτά Ημέρες, 9/8/1998, σσ. 21-22.
Χατζηγεωργίου, Σταύρος. (2002). Συνδικάτα. Το εργατικό κίνημα των βυρσοδεψεργατων Καρλοβάσου Σάμου 1899-1947, Αθήνα: υπερόριος.
Χουσνή, Έλενα. (2018). Καταραμένες Πολιτείες, Αθήνα: Κύφαντα.
Psaropoulou, Betty. (1986). Last Potter of the east Aegean, Nauplion: Peloponnesian Folklore Foundation.
- Σταμάτης Ανδριανόπουλος
- Πάτρα Βαθιώτη
- Σταματία Βαθιώτη
- Χρυσούλα Βακάκη
- Χρήστος Βαρβατές
- Ευτυχία Γιοβάνη
- Δημήτρης Θρασυβούλου
- Πόπη Καλησπέρη
- Ειρήνη Καπώλη-Φοροπούλου
- Δέσποινα Κελεμπέση
- Χαράλαμπος Κοτζαμάνης
- Νικήτας Κυπαρίσσης
- Μανώλης Κυριαζής
- Εμμανουέλα Μακρή-Βαθιώτη
- Μαριγούλα Μακρή
- Στέλιος Μακρής
- Μαρία Μαρούκη
- Μανώλης Ματθαίου
- Φώτης Ματθαίου
- Σταυρίτσα Μιχαλιού
- Ρένα Παντελόγλου-Σταματάκη
- Μαρία Παπακωνσταντίνου
- Βαγγέλης Παριανός
- Ευαγγελία Πρατσινάκη
- Σαρηγιάννη Μάτα
- Δημήτρης Σιδεράτος
- Στέλιος Σιδηρουργός
- Καλλιόπη Σταύρου
- Κώστας Σταύρου
- Ανδρέας Τσουκαλάς
- Χρυσάνθη Χριστοδούλου