Πλατεία Αγίου Βασιλείου – Άνω Μαχαλάς
Το κέντρο του οικισμού αρχικά εντοπίζεται στην ανατολική όχθη του χειμάρρου, σε περιοχή που είναι σήμερα γνωστή ως κάτω αγορά (κάτω μαχαλάς). Αργότερα η οικονομική δραστηριότητα μετατοπίζεται προς τα δυτικά, γύρω από την πλατεία του ναού του Αγίου Βασιλείου (κτίσμα του 1750), όπου λειτουργούσαν καφενεία, πανδοχεία και εμπορικά καταστήματα (άνω μαχαλάς).
Η πλατεία Αγίου Βασιλείου σχηματίζεται στον χώρο έξω από τον περίβολο του ομώνυμου ναού με το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο και το επιβλητικό καμπαναριό που δεσπόζει στην πλατεία. Από εδώ ξεκινούν, μέχρι και σήμερα ακόμα, θρησκευτικές πομπές, όπως η περιφορά του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή και η λιτανεία του Δεκαπενταύγουστου.
Παλαιότερα στο πίσω μέρος της εκκλησίας γινόταν η δημοπρασία των ζώων που δεν σφάζονταν στο πανηγύρι της Κυριακής των Μυροφόρων στο μοναστήρι του Ταξιάρχη. Ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα η πλατεία αποτελεί το κέντρο της κοινωνικής ζωής, αφού γύρω της λειτουργούσαν τριάντα μαγαζιά. Είναι γνωστή αλλιώς και ως «πάνω αγορά». Διακρίνεται από την «κάτω αγορά», το κέντρο του χωριού μέχρι και την κατασκευή της επαρχιακής οδού, η οποία κάλυψε τον χείμαρρο και πρόσφερε τη σύνδεση του οικισμού με τη Μυτιλήνη.
Η «πάνω αγορά» γίνεται πλέον ο χώρος οργάνωσης εμπορικών, οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών, ο χώρος κοινωνικότητας και συναναστροφής, αλλά και σημείο αποχωρισμού τις δύσκολες εποχές της μετανάστευσης. Εκεί είναι η στάση των υπεραστικών λεωφορείων, από όπου ξεκινούσε το ταξίδι της μετανάστευσης, κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και εξής. Σήμερα η πλατεία αποτελεί κεντρικό σημείο συνάθροισης των κατοίκων του χωριού. Είναι ακόμη το σημείο διοργάνωσης των πανηγυριών που γίνονται εντός των ορίων του οικισμού, αλλά και του ετήσιου «μανταμαδιώτικου γλεντιού» που διοργανώνει ο Σύλλογος Μανταμαδιωτών Αθήνας «Ο Ταξιάρχης».
Πηγή "Πλατεία Αγίου Βασιλείου – Άνω Μαχαλάς"
Λέσβος, Μανταμάδος
«Εκεί που τώρα βρίσκεται ο δρόμος ο κεντρικός, παλιά ήταν ο «ποταμός» που χώριζε το χωριό στα δυο. Και τα δύο μέρη συνδέονταν με γεφύρια, το ένα απ’ τα οποία βρισκόταν σ’ αυτό το σημείο. Από εκεί και πέρα, το άλλο μέρος του χωριού εξυπηρετούνταν από τα καταστήματα της «κάτω αγοράς». »
(Μηνάς Βαξεβάνης, Τα Μανταδιώτικα 139: 9)
Πέρα μαχαλάς
Ο πέρα μαχαλάς (αλλιώς γνωστός και ως κάτω μαχαλάς ή και κάτω αγορά) αποτελεί το αρχικό σημείο στο οποίο αναπτύσσεται ο οικισμός του Μανταμάδου μετά τη μετακίνηση των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής από τα παράλια στην ενδοχώρα και την αρχική εγκατάσταση στην περιοχή Λεσβάδος. Εντοπίζεται στην ανατολική όχθη του χειμάρρου (ποταμού, όπως αποκαλείται από τους Μανταμαδιώτες) που μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα διέτρεχε το χωριό και συνιστά το πρώτο κέντρο κοινωνικής και οικονομικής ζωής του Μανταμάδου.
Με την ονομασία αυτή διακρίνεται από τον πάνω μαχαλά, τον κεντρικό μαχαλά του Μανταμάδου, που αντιστοιχεί γεωγραφικά στην περιοχή δυτικά του χειμάρρου, σημερινή πλατεία του Αγίου Βασιλείου. Τα γεφύρια που υπήρχαν στον οικισμό εξυπηρετούσαν τη μετάβαση ανάμεσα στον πάνω μαχαλά και τον πέρα μαχαλά.
Πέρα από τους δύο κεντρικούς μαχαλάδες, ο κατοικημένος χώρος χωριζόταν σε επιμέρους γειτονιές. Στο παρελθόν η κάθε γειτονιά λόγω του μεγάλου αριθμού ανθρώπων που κατοικούσαν στα όριά της αποτελούσε αυτόνομο οικιστικό και πληθυσμιακό σύνολο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πρακτικές της καθημερινής ζωής (π.χ. η συλλογή νερού, το ψήσιμο του φαγητού σε φούρνους) αλλά και εθιμικά δρώμενα να οργανώνονται κατά κύριο λόγο στο επίπεδο της γειτονιάς.
Στην πιο στενή εκδοχή του ο όρος «γειτονιά» δηλώνει και τις σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ των γυναικών του οικισμού. Αυτό φαίνεται καλύτερα μέσα από τις συναντήσεις όσων κατοικούν σε διπλανά σπίτια και βρίσκονται τις απογευματινές συνήθως ώρες, προκειμένου να πλέξουν ή να κεντήσουν και να «κάνουν γειτονιά» ή «παρακαμούδα», όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται από τις Μανταμαδιώτισσες.
Η συνεργασία και οι συναντήσεις των γυναικών, κυρίως όσων κατοικούν σε διπλανά σπίτια, δημιουργούν στενούς δεσμούς, αφού φροντίζουν από κοινού ακόμα και για το άναμμα του φούρνου και την προετοιμασία του φαγητού σε γιορτινές μέρες (όπως το Πάσχα).
Προφορική Μαρτυρία "Ο πέρα μαχαλάς"
Γειτονιές
Λέσβος, Μανταμάδος
«Στο χωριό παλιά άναβε ένας φούρνος και έμπαιναν μέσα πέντε γιουβέτσια. Ο φούρνος χτίζονταν (μπανίζονταν) με πηλό και άνοιγε την επόμενη ημέρα. Ήταν ομαδικό. Η μία γυναίκα έβαζε τον φούρνο, η άλλη τα ξύλα. Είχες και την αγωνία να δεις αν ψήθηκε το γιουβέτσι. Μετά, το γιουβέτσι κάθε οικογένειας καταναλώνοντας ξεχωριστά. Είχε άγχος η γυναίκα. Υπήρχε φούρνος που έβαζε και δέκα γιουβέτσια. Έπρεπε να πυρώσεις καλά τον φούρνο. Μετά τον μπανίζανε. Ο πατέρας μου με έστελνε και έπαιρνε από ένα συγκεκριμένο σημείο χώμα για να κάνει λάσπη και να τον χτίσει.[...] Ήτανε τέχνη έπρεπε να υπολογίσεις πώς θα το βάλεις μέσα. Μπορούσες ή να τα κάψεις ή να αφήσεις ωμά. Ακόμα ψήνουν σε δυο-τρεις γειτονιές. Και όσοι δεν πηγαίναν σε φούρνους πήγαιναν στον ηλεκτρικό φούρνο του χωριού. Ήταν ομαδική διαδικασία...»
(συζήτηση στην οικία Τσουκαλά, 2020)
Διάφορες γειτονιές του Μανταμάδου και οι ιδιαίτερες ονομασίες τους
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ονομασίες των γειτονιών, οι οποίες διατηρούνται στον χρόνο και σε ένα μεγάλο βαθμό χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα, κυρίως από κατοίκους μεγαλύτερης ηλικίας. Η γνώση και χρήση των τοπωνυμίων καθώς και της τοπικής διαλέκτου είναι για τους Μανταμαδιώτες το στοιχείο που τους συνδέει με την τοπική τους ταυτότητα. Κυρίως για όσους έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό η χρήση της τοπικής διαλέκτου κάθε φορά που επισκέπτονται τη γενέθλια γη είναι το μέσο επανασύνδεσής τους με τον τόπο τους.
Σε γενικές γραμμές οι γειτονιές στον Μανταμάδο παίρνουν το όνομά τους ή προσδιορίζονται από τους κατοίκους και τις δραστηριότητες τους, ή ακόμα και από άλλα χαρακτηριστικά τους, όπως είναι η παρουσία βρυσών. Έτσι, Μπαμπατσές ονομάζεται η περιοχή στα ανατολικά του χωριού που παίρνει το όνομά της από τα κοντινά χωράφια με καλλιέργειες βαμβακιού. Η ονομασία της περιοχής Κατζιλέλια πιθανολογείται ότι προέρχεται από το χαρακτηριστικό των σπιτιών με κάγκελα (κυρίως στην εξώπορτα) ή από τον τρόπο διαχωρισμού των χωραφιών και των αμπελιών με κλαδιά και κάγκελα. Ο Μαχαλάς Κατρουλού πήρε το όνομά του είτε από την Κατρούλα (παρατσούκλι), μια γριά που έμενε στη γειτονιά και καβγάδιζε με τον κόσμο για να πάρει νερό είτε από τον πατέρα μιας κοπέλας, στην οποία μια παρέα από παλικάρια πήγαν τα μεσάνυχτα και τραγουδούσαν, και αυτός τους κατέβρεξε από το παράθυρο με το δοχείο νυκτός (καθίκι). Τέλος, Μαυριγιές ονομάζεται η περιοχή με χωράφια στα δυτικά του χωριού. Κατά μία άποψη πιθανόν η ονομασία της να συνδέεται με το γεγονός ότι από τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή μαυρίζει ο ουρανός και έρχονται οι βροχές.
Γύρω από τον οικισμό
Οι κάτοικοι του οικισμού συνήθιζαν να μετακινούνται σε κοντινές τοποθεσίες, όπου ασχολούνταν είτε με την κτηνοτροφία και τις αγροτικές καλλιέργειες, είτε με συμπληρωματικές δραστηριότητες, όπως την αγγειοπλαστική. Αποτέλεσμα αυτών των μετακινήσεων είναι η δημιουργία μικρών οικιστικών συνόλων, εξαρτημένων από το χωριό. Τέτοιου είδους περιοχές είναι ο Άγιος Στέφανος, η Πεδή, ο Παληός και ο Ανοιχτός.
Ο Άγιος Στέφανος έχει πάρει το όνομά του από την ομώνυμη βυζαντινή εκκλησία, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα. Στην περιοχή ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα λειτουργούσαν πολλά εργαστήρια αγγειοπλαστικής. Αγγειοπλάστες που τον χειμώνα έμεναν στον Μανταμάδο, το καλοκαίρι μετακινούνταν στον Άγιο Στέφανο, όπου έστηναν από την αρχή και λειτουργούσαν τα εργαστήριά τους. Ο ναός του Αγίου Στεφάνου χτίστηκε κατά τον 11ο αιώνα από τον Στέφανο, γιο του άρχοντα του κοντινού οικισμού «Στένακας». Ο Στέφανος, μετά τη νίκη του κατά των Σαρακηνών πειρατών, αναλαμβάνει τη θεμελίωση και αποπεράτωση του ναού ως φόρο τιμής στον Ταξιάρχη και στον Άγιο Στέφανο. Κάθε χρόνο στις 2 Αυγούστου, ημερομηνία που ταυτίζεται με εκείνη της τέλεσης του γάμου του ιδρυτή Στέφανου, στον ναό συγκεντρώνεται πλήθος προσκυνητών και στο πανηγύρι συμμετέχουν πολλά αρραβωνιασμένα ζευγάρια, καθώς ο Άγιος Στέφανος θεωρείται από τους κατοίκους του Μανταμάδου ο Άγιος του στεφανώματος.
Στην παραλιακή περιοχή Πεδή μέχρι και τη δεκαετία του 1970 κατά τους καλοκαιρινούς μήνες μετακινούνταν οικογένειες Μανταμαδιωτών. Άλλοι ακολουθούσαν την εποχιακή μετακίνηση των ζώων τους για λόγους βοσκής από τα ορεινά στα πεδινά και αντίστροφα. Άλλοι πάλι ασχολούνταν με εποχικές καλλιέργειες (αμπέλια, περιβόλια με οπωρολαχανικά κ.λπ.). Όσες οικογένειες δεν διέθεταν κάποιο κτίσμα που μπορούσε να λειτουργήσει ως εποχική κατοικία, έστηναν μέσα στα χωράφια τους αυτοσχέδια παραπήγματα, τις τσαντήρες, όπου περνούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες. Στην Πεδή υπάρχουν διάσπαρτα εργαστήρια αγγειοπλαστικής, τα οποία σε παλαιότερες περιόδους αποτελούσαν τόπους κατοικίας των αγγειοπλαστών και των οικογενειών τους το καλοκαίρι. Σήμερα δεν υπάρχει πλέον κανένα ενεργό, καθώς τα παλιά καμίνια έχουν μετατραπεί από τους ιδιοκτήτες τους σε εξοχικές κατοικίες.
Ο Παληός και ο Ανοιχτός είναι παραθαλάσσιες περιοχές που στο παρελθόν λειτουργούσαν ως λιμάνια του Μανταμάδου. Ο Παληός αποτελούσε μέχρι το 1922 την ασφαλέστερη δίοδο επικοινωνίας της βορεινής πλευράς του νησιού με τη μικρασιατική ακτή. Επιπλέον, ο Παληός αποτελούσε την κεντρική πύλη εισόδου προσκυνητών, που έφταναν από τα μικρασιατικά παράλια στο Μοναστήρι του Ταξιάρχη για το πανηγύρι που γίνεται την Κυριακή των Μυροφόρων. Στον Παληό τα καλοκαίρια διέμεναν κάτοικοι από τον Μανταμάδο, κυρίως ψαράδες, μαζί με τις οικογένειές τους. Η προέλευση του ονόματος «Παληός» συσχετίζεται από τους περισσότερους μελετητές με το όνομα του θεού Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας στην αντίληψη των κατοίκων αντιπροσώπευε τον «παλιό κόσμο», δηλαδή την αρχαιότητα. Μάλιστα κατά τη μετάβαση στον χριστιανισμό φαίνεται ότι η λατρεία του Απόλλωνα μεταφέρεται και συνδέεται με τον Ταξιάρχη. Η περιοχή «Ανοιχτός», συνιστά γειτονικό όρμο. Το όνομά του συνδέεται με τα χαρακτηριστικά της γεωγραφικής του θέσης, καθώς ήταν λιγότερο προφυλαγμένος από τους ανέμους. Ωστόσο, σταδιακά άρχισε να χρησιμοποιείται ως «σκάλα», δηλαδή λιμάνι του αρχικού οικισμού του Παληού. Στο σημείο εντοπίζονται επίσης εργαστήρια κεραμικής, που έχουν πια εγκαταλειφθεί.
Προφορική Μαρτυρία "Γύρω από τον οικισμό"
Οικιστική οργάνωση
Λέσβος, Μανταμάδος
«Όταν κλείναν τα σχολεία, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο κατεβαίναμε στην εξοχή (Πεδή). Ένα δωμάτιο και τουαλέτα υπαίθρια. Παίρναμε την μοτοσικλέτα, το τρίκυκλο και όλα τα πράγματα. Κατεβαίναμε μία μέρα και καθαρίζαμε και μία άλλη με την μοτοσυκλέτα, πάνω η γάτα και οι κότες με δεμένα τα πόδια. Είχαμε και το κουμάσι (σσ: κοτέτσι) και κατεβαίναμε (σσ: στην Πεδή). Όσοι δεν είχαν εξοχή κάνανε και τσαντήρες. [...]Ερχόταν η γειτονιά και τους φιλοξενούσαμε. Η κάθε γειτονιά είχε κάπου να πάει»
(Άννα και Μαρία Τσουκαλά, 2020)
Αλεξάκης, Ε., 2001, Ταυτότητες και ετερότητες: Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα – Βαλκάνια. Εκδόσεις: Δωδώνη
Αλεξάκης, Ε., 2018 Το εθνογραφικό ημερολόγιο του Μανταμάδου Λέσβου. Το καφενείο, η προίκα, η θυσία (1995-1999), Αθήνα
Αξιώτης, Μ., 1992, Περπατώντας στη Λέσβο, Τόμος Α’. Μυτιλήνη.
Αξιώτης, Μ., 2006, Τα γεφύρια της Λέσβου. Μυτιλήνη: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λέσβου.
Βέης, Δ., 1998, Απ’ο,τι μπόρεσα να θυμηθώ: Γιατί ο Μανταμάδος έγινε κόκκινος.Μανταμάδος
Γιαννοπούλου, Μ., Σ. Δεμέστιχα, 1998, Τσκαλαριά : Τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής της περιοχής Μανταμάδου Λέσβου. Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής & Κοινότητα Μανταμάδου.
Δήσσος, Ε., 1992 Το ιστορικό και τα θαύματα του Ταξιάρχη. Τόμοι Α’ και Β’
Διονυσόπουλος Ν., Μάργαρη Ζωή και Γιώργος Νικολάκης, 1997, Λέσβος Αιολείς. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
Ιωάννα Κατσαργύρη – Μαρκεζίνη, Ι.,2014. “Λουτρά και Χαμάμ στη Μυτιλήνη: Κοινωνικές και Πολιτισμικές Πρακτικές(τέλη 19ουαι. – τέλη 20ού αι.) Συμβολή στη Λαογραφική Μελέτη της Χρήσης του Νερού και της Σωματικής Καθαριότητας. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. (αναφορά σε Λουτρό Μανταμάδου, σελ. 319-320)
Καπιωτάς Μ., 2010, Άνθρωποι και επαγγέλματα: Χώροι και καταστήματα του Μανταμάδου στις δεκαετίες ‘50 -’60. Εντελέχεια: Μυτιλήνη.
Καρανικόλας, Α., 2009, Ογδόντα χρόνια Μανταμαδιώτης: Όσα ήξερα και όσα άκουσα. Εκδόσεις: Δήμος Μανταμάδου Λέσβου.
Καρανικόλας, Απ., 2018, Παραδοσιακά Τραγούδια από τον Μανταμάδο Λέσβου. Εκδόσεις: Σύλλογος Γυναικών Μανταμάδου.
Κοντής, Ι., 1978, Λέσβος και η Μικρασιατική της περιοχή. ΑθήναικόνΚέντρον Οικιστικής.
Κουτρης, Σ., 1999, Κεραμικές μορφές της Λέσβου, Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος.
Λυκιαρδοπούλου, Σ., 2008. Η εκπάιδευση στη Λέσβο κατά την τελευταία περίοδο της Οθωμανοκρατίας (1800-1912). Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Μακακούλια Κ., 2016-2017, “Τα μοναστήρια της Λέσβου: Η περίπτωση της Ι.Μ. Ταξιαρχών Μανταμάδου”. Αιολικά Χρονικά, Τόμος ΙΗ’
Μαραντζίδης Ν., 1995, «Το θρησκευτικό μέσα στο πολιτικό: θρησκεία και πολιτική σε μια αγροτική κοινότητα της Λέσβου», Νέα Κοινωνιολογία, 20, σελ.36-44, 1995.
Μαραντζίδης, Ν., 1993, «Ο κομμουνισμός στον ελλαδικό αγροτικό χώρο. Η περίπτωση του Μανταμάδου, 1922-1985», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης 2(2): 101-124.
Μιχαηλάρης, Π., 2014, “Το χωριό Μανταμάδος της Αέσβου και ο Ταξιάρχης του”, (Πρακτικά Συμποσίου με τίτλο: “Τοπικές κοινωνίες στον θαλάσσιο και ορεινό χώ΄ρο στα νότια Βαλκάνια, 18οσ και 19ος αιώνας”, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ιστορίας, Κέκυρα, 24-26 Μαΐου 2012)
Παναγοπούλου, Μ., 2014, “Η βιομηχανική Λέσβος του 19ου και 20ου αιώνα. Παρελθόν, παρόν και μέλλον”. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Παρασκευαΐδης, Γ., 1987, Μανταμάδος Λέσβου: Ιστορικά – λαογραφικά κείμενα και φωτογραφίες. Θεσσαλονίκη.
Παρασκευαΐδης, Π., 1983,“Παγανιστικοί τόποι χριστιανικής λατρείας στη Λέσβο”, Περιοδικό: Τα Ψαρα
Παρασκευαΐδης, Π., 2020, Τούρκικες λέξεις στο μανταμαδιώτικο γλωσσικό ιδίωμα. Σύλλογος Γυναικών Μανταμάδου.
Παρασκευαΐδης, Σ. 1956, Επιβίωσης του αρχαίου Ελληνικού Βίου εν Λέσβω. Μυτιλήνη.
Πασπαλά, Δ., 2018, Ψίθυροι στο κύμα. Εκδόσεις Αγγελάκη
Πλάτανος, Β., 1963, Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια. Αθήνα.
Προδρόμου Αναγνώστου Οικονόμου, 1935, Η Ματωμένη Αρχοντοπούλα. Μυτιλήνη
Σαραντινού, Α., “Αγωνιστές” και “Αδιαφόρετοι”. Πολιτική έκφραση, Θρησκευτική πίστη και Ανδρισμός στο Μανταμάδο Λέσβου. Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. .
Σηφουνάκης, Ν., Β. Κουτσκουδή, Σ. Φραντζέσκου & Σ. Χαλαυτής , 1986, Βιομηχανικά κτήρια στη Λέσβο 19ος και αρχές 20ου αιώνα: Ελαιοτριβεία, Σαπωνοποιεία. Αθήνα; Νομαρχία Λέσβου
Τα Μανταμαδιώτικα, τ. 23/64/ 118 / 139 /150
Φραντζέσκου Μιχάλη Σ., 2005, “ Η τελετουργία της Ταυροθυσίας στον Μανταμάδο της Λέσβου”. Αιολικά Χρονικά, τ. Ζ (σ.σ. 232-260)
Ψαρρός Δ., 1983, “Ο Παληός και η σημασία του στον Αιολικό χώρο”. Γράμματα Τέχνες, Β
Ιστοσελίδες
Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Λέσβου, Εργαστήριο Κοινωνικής και Πολιτισμικής Επικοινωνίας και Τεκμηρίωσης και Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
- Άννα Τσουκαλά
- Μαρία Στυλιανίδου
- Άννα Φωντή
- Γιάννης Καρανικόλας
- Γρηγόρης Θεοδοσίου
- Δημήτρης Καρατζιτζής
- Δημήτρης Κουβδής
- Μαρία Γροσομανίδη
- Παναγιώτης Σταμάτης
- Παναγιώτης Τιτιγάρης
- Στέλιος Σταμάτης