Το Λεπροκομείο στο Καρλόβασι της Σάμου
Στο νησί της Σάμου μαρτυρούνται αρκετά κρούσματα λέπρας από τον 18ο αιώνα έως το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Μέχρι την ίδρυση και λειτουργία του Λεπροκομείου, οι λεπροί του νησιού απομονώνονταν στα Λουβιάρικα (λώβα = λέπρα στο σαμιακό ιδίωμα) όπως αποκαλούνταν οι μικρές καλύβες που στήνονταν στα όρια του οικισμού καταγωγής τους. Δεν έλειπαν όμως και οι περιπτώσεις λεπρών που επέλεγαν να μην εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, προκαλώντας έτσι δυσφορία στα μέλη των τοπικών κοινωνιών. Μπροστά στον κίνδυνο της μεταδοτικότητας της ασθένειας, δεν δίσταζαν να καταγγέλλουν στην αστυνομία λεπρούς ή ύποπτους για λέπρα συντοπίτες τους.
Πριν την αντιμετώπισή της λέπρας από την ιατρική κοινότητα, η συνήθης πρακτική ήταν η αποβολή από την κοινωνία και απομόνωση του λεπρού (λουβιάρς ή λουβός), σε κάποια ερημική τοποθεσία, ώστε να μην έρχεται σε καμία επαφή με την κοινότητα. Ο φόβος που προκαλούσε η ασθένεια φαίνεται και στη σαμιώτικη κατάρα «π’ να σι φάει η λώβα». Η πρακτική της απομόνωσης εξασφάλιζε συγχρόνως και την αποφυγή οποιασδήποτε οπτικής επαφής με τους λεπρούς, των οποίων η όψη φαινόταν στους περισσότερους κατοίκους αποκρουστική. Αρκετά συνηθισμένη πρακτική ήταν και η επαιτεία από λεπρούς που εξακολουθούσαν να ζουν εντός των οικισμών.
Οι πρώτες συζητήσεις για την ίδρυση Λεπροκομείου στη Σάμο ξεκίνησαν το 1861 στη Γενική Συνέλευση των Σαμίων. Επίσημα η κατασκευή του ιδρύματος αποφασίστηκε το 1866 και η ανέγερσή του ξεκίνησε το 1887 στην περιοχή της Παναγίτσας στο Καρλόβασι. Η αποπεράτωση του έργου έγινε το 1890 επί της Ηγεμονίας του Αλέξανδρου Καραθεοδωρή και τα εγκαίνια τελέστηκαν την Κυριακή 12 Ιουνίου 1896. Στην περιοχή που χτίστηκε το Λωβοκομείο ήταν εγκατεστημένοι λεπροί ήδη πολύ πριν από την ανέγερσή του. Ο κανονισμός λειτουργίας του Λεπροκομείου προέβλεπε τον υποχρεωτικό εγκλεισμό των ασθενών, ενώ με νόμο καθορίστηκαν οι κανόνες λειτουργίας του ιδρύματος με συγκεκριμένους κανόνες υγιεινής και διατροφής των λεπρών.
Η εφαρμογή του νόμου που προέβλεπε τον υποχρεωτικό εγκλεισμό των λεπρών ανατέθηκε στην Αστυνομία ενώ η τήρηση των κανονισμών λειτουργίας επιβλεπόταν από τους υπαλλήλους του ιδρύματος. Το Λεπροκομείο διέθετε 27 θαλάμους, στους οποίους διέμεναν χωριστά οι γυναίκες από τους άνδρες, με εξαίρεση τα παντρεμένα ζευγάρια. Στα υπόγεια των δωματίων υπήρχαν μαγειρεία ενώ όσοι βρίσκονταν σε καλή σωματική κατάσταση ασχολούνταν με τον κήπο και τα μαστορέματα. Οι γυναίκες αναλάμβαναν τις οικιακές εργασίες καθαριότητας. Μέχρι την Ένωση της Σάμου με την Ελλάδα το 1912 οι τρόφιμοι ήταν αποκλειστικά ντόπιοι. Μετά την Ένωση το ίδρυμα μετονομάστηκε σε «Νοσηλευτήριο Λεπρών «Οι Άγιοι Ανάργυροι», το οποίο φιλοξενούσε πλέον λεπρούς από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η λειτουργία του σταμάτησε το 1966, με τους 10 εναπομείναντες ασθενείς να μεταφέρονται στο Νοσοκομείο Λοιμωδών της Αθήνας «Αγία Βαρβάρα».
Πάντως επικοινωνία των Καρλοβασιτών με τους λεπρούς υπήρχε. Στις παιδικές αναμνήσεις αρκετών κατοίκων του σημερινού Καρλοβάσου συχνές είναι οι αναφορές στις επισκέψεις που έκαναν ως μαθητές στο Λεπροκομείο κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και του Πάσχα, προσφέροντας δώρα και ψυχαγωγώντας τους τροφίμους. Δεν έλειπαν επίσης και οι οικονομικές συναλλαγές των ντόπιων με τους λεπρούς, καθώς οι τελευταίοι χάρη στο εισόδημα που είχαν από ένα μικρό χρηματικό επίδομα που δικαιούνταν έκαναν αγορές υλικών αγαθών από ντόπιους παραγωγούς ή έδιναν ακόμα και παραγγελίες για ρούχα σε κάποιον Καρλοβασίτη ράφτη. Επίσης, το Λεπροκομείο επισκέπτονταν και εθελοντές που παρείχαν αφιλοκερδώς ιατρικές και νοσηλευτικές υπηρεσίες.
Συχνά στο Λεπροκομείο ζούσαν και παιδιά, τα οποία, αν και ήταν υγιή, ακολουθούσαν τους λεπρούς γονείς ή συγγενείς τους. Ωστόσο, υπήρχαν και περιπτώσεις ντόπιων που υιοθετούσαν τα υγιή παιδιά των λεπρών και τα μεγάλωναν στις πολυμελείς οικογένειές τους χωρίς να τα διακρίνουν από τα βιολογικά τους παιδιά.
Οι λεπροί του Καρλοβάσου εγγράφονται στη σύγχρονη ιστορία του τόπου. Όλοι τους έζησαν είτε μέσα είτε γύρω από το Λεπροκομείο μέχρι το τέλος της ζωής τους, μέχρι να ταφούν ανώνυμα πίσω από το εκκλησάκι της Παναγίτσας πολύ κοντά στο Λεπροκομείο. Από όλους τους τροφίμους πάντως μόνο ένας κατάφερε να πάρει εξιτήριο. Το μόνο που έχει μείνει να τους θυμίζει είναι το ερειπωμένο πλέον κτήριο του λεπροκομείου, για το οποίο μάλιστα υπήρξαν πολλές συζητήσεις αξιοποίησής του για εμπορικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς. Από προτάσεις μετατροπής του από ιδιώτη σε ιχθυοτροφείο σολομού, μέχρι παραχώρησής του στο δημόσιο για να στεγάσει Σχολή Εμποροπλοιάρχων, ή αγοράς του από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου με σκοπό να γίνει συνεδριακό κέντρο. Χωρίς καμία από τις προοπτικές αυτές να ευδοκιμεί, το λεπροκομείο εξακολουθεί να μένει έρημο και εκτεθειμένο στην φθορά του χρόνου. Πάντως, ο μεγάλος σεισμός του Οκτωβρίου του 2020 δεν κατάφερε να δώσει τη χαριστική βολή, παρά το γεγονός ότι το κτήριο δέχθηκε σοβαρά πλήγματα.
Πηγές για το Λεπροκομείο στο Καρλόβασι της Σάμου
Κτήρια-Τοπόσημα Καρλοβάσου
Σάμος, Καρλόβασι
Αστρουλάκης 1926:10
«Η λέπρα μη καταπολεμηθείσα δυστυχώς μέχρι σήμερον αποτελεσματικώς άτε μη ανευρεθέντος του ικανού αντιδότου, μαστίζει την ανθρωπότητα, ευρισκόμεθα δε ουχί σπανίως προ οικτροτάτου θεάματος»
Χαρακτηριστική είναι και η περιγραφή της Έλενας Χουσνή στο μυθιστόρημά της Καταραμένες Πολιτείες, για τη συγγραφή του οποίου ανέτρεξε σε αρχειακές πηγές ενώ πραγματοποίησε και επιτόπια έρευνα εξασφαλίζοντας συνεντεύξεις από ανθρώπους του Καρλοβάσου που σχετίζονταν με τους λεπρούς. Ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος, όταν ανακαλεί στη μνήμη του την εποχή που έζησε μέσα στο Λεπροκομείο, λέει:
«Ε, εμείς λωβοκομείο το μάθαμε. Λωβοί ήμασταν. Λεπρούς δεν μας έλεγε κανείς. Μόνο αν ήθελαν να πουν για την αρρώστια έλεγαν λέπρα. Μα πιο συχνά ελεφαντίαση. Ασχήμια δηλαδή. Ξέρεις τι αποθύμησα πιο πολύ εκεί μέσα; Τους καθρέφτες. Δεν είχαμε πουθενά. Δεν απαγορεύονταν, αλλά ποιος τολμούσε να πάρει; Ακόμα και οι γυναίκες που όταν έρχονταν, όμορφες ακόμα, κουβαλούσαν μικρά καθρεφτάκια και κρυφοκοιτάζονταν, με τον καιρό τα εξαφάνιζαν. Τα έσπαγαν ή τα πετούσαν στη θάλασσα. Μήτε ο κουρέας είχε καθρέφτη. Τι να δεις; Δεν ήθελες. Προτιμούσες να κρατήσεις στο μυαλό σου την αλλοτινή σου εικόνα. Να φαντάζεσαι ότι το εξόγκωμα στο μάγουλο δεν υπάρχει. Αν δεν το ακουμπάς, δεν το ψηλαφάς, δεν υπάρχει. Και τα βλέφαρα δεν έχουν εξαφανιστεί. Και η μύτη είναι όπως κάποτε. Είχαμε εκπαιδευτεί όλοι να μη δείχνουμε την αηδία μας, ακόμα και όταν το πρόσωπο που βλέπαμε δεν ήταν παρά μια ανοιχτή πληγή»
(Έλενα Χουσνή, Καταραμένες Πολιτείες, σ. 148)
ΓΑΚ Σάμου, Νόμοι 1886
«άρθρο 1: Θέλει κατασκευασθή κατάστημα Λωβοκομείου εν τη θέση Παναγίτσα της παραλίας Νέου Καρλοβάσου, δαπάνη του μοναστηριακού ταμείου, των καθ’ έκαστα του τρόπου της κατασκευής και της περαιτέρω διαρρυθμίσεως του καταστήματος ανατιθεμένων Ημίν και τη Βουλή»
Νόμος 579 της 3ης Αυγούστου 1891 «Περί Λωβοκομείου και Διοργανισμού αυτού».
«∆έον ούτοι να νίπτωνται καθ’ εκάστην δια σαπωνούχου ύδατος το πρόσωπον, τας χείρας και τους πόδας, να λούωνται όλον το σώμα δίς ή άπαξ τουλάχιστον του μηνός δια χλιαρού σαπωνούχου ύδατος. Οφείλουσι προσέτι να ανανεώσι πολλάκις της ημέρας τον ατμοσφαιρικόν αέρα των δωματίων, να πλύνωσι δις τουλάχιστον του μηνός το σανίδωμα αυτών και ν’ αποφεύγωσι του να αποχρέμπτωνται επ’ αυτού, έχοντες προς τούτο δοχεία περιέχοντα άμμον και αποτιθέμενα όπισθεν της θύρας εκάστου δωματίου»
«Οι λωβοί οφείλουσι να αποφεύγωσιν εντελώς την χρήσιν των ταριχευτών ιχθύων και των ταριχευτών ωών αυτών (του ταραμά και του χαβιαρίου) των ταριχευτών κρεάτων, του χοιρείου κρέατος, των λιπωδών ουσιών, των οστρακοδέρμων, των μαλακίων (των οκταποδίων κτλ.) και των οινοπνευματωδών ποτών. Επιτρέπεται δ’ αυτοίς η χρήσις του γάλακτος, των λαχανικών και οσπρίων, δια μικράς ποσότητος ελαίου ή βουτύρου αρτυομένων και των οπωρών, προσέτι δε η μετρία χρήσις κρέατος ορνιθείου, μοσχείου και εριφίου, ωών και προσφάτων ιχθύων οπτών»
«Χρόνια και χρόνια περνάμε καθημερινά από το λεπροκομείο. Κανείς δεν το θυμάται με το πραγματικό του όνομα. Κανείς δεν το λέει νοσηλευτήριο. Κάποιοι, οι παλιοί, ακόμη λουβιάρικο το λένε ή λωβοκομείο. Και όλοι έχουν να θυμηθούν ιστορίες. Ιστορίες πόνου. Το κτίριο κουβαλά πάνω του βιβλικό φορτίο. Κουβαλά πόνο, κουβαλά δράμα, κουβαλά απόρριψη, κουβαλά κοινωνική υποκρισία, κουβαλά ένα κομμάτι της κοινωνίας μας που δεν έχει ακόμη αλλάξει. Αυτό δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Έχουμε υποχρέωση απέναντι στους ανθρώπους που παραπετάξαμε εκεί μέσα, σαν ένα κομμάτι κρέας, γιατί μας ενοχλούσε η όψη τους. Η όψη τους, όχι η ψυχή τους. Έχει πληγωθεί η ψυχή του τόπου από την ιστορία του κτιρίου και όσα κουβαλά. […] Στη μνήμη τους, αυτό το κτίριο πρέπει να γίνει ένας χώρος πολιτισμού, ιστορίας και αυτογνωσίας. Τους θάψαμε, θα μου πείτε. Ναι, αλλά τους θάψαμε ζωντανούς. Θάψαμε τα όνειρά τους, τις ελπίδες τους, τις επιθυμίες τους. Και τους θάψαμε δυο φορές. Μία φορά όταν τους κλείσαμε μέσα, και μία όταν τους βγάλαμε έξω, αλλά ουσιαστικά δεν τους δεχτήκαμε ποτέ. Δεν γίνεται να τους θάψουμε τρίτη φορά. Δεν γίνεται»
(Έλενα Χουσνή, Καταραμένες Πολιτείες, σσ. 50-51)
Στο Λεπροκομείο πήγαινε και τσαγκάρης, μαρτυρία που την παραχώρησε ο Νίκος Δραπανιώτης στην Χουσνή και παρατίθεται αυτούσια στο τέλος του βιβλίου ως εξής:
«Ο πατέρας μου (σ.σ.: Σοφιανός Δραπανιώτης) ήταν τσαγκάρης. Ήταν ο μοναδικός τσαγκάρης στο Καρλόβασι που πήγαινε και έπαιρνε μέτρα. Τα πόδια τους ήταν παραμορφωμένα. Κανένα άκρο δεν ταίριαζε με το άλλο. Το κάθε παπούτσι έπρεπε να έχει τη δική του φόρμα. Ήταν ο μόνος που το τολμούσε να πηγαίνει. Από κάποια στιγμή κι έπειτα, έστελνε εμένα να πηγαίνω τα παπούτσια. Θυμάμαι ότι μου δίνανε μία με μιάμιση δραχμή, ως πουρμπουάρ. Το κάθε ζευγάρι παπούτσια, ήθελε περίπου μια βδομάδα για να γίνει γιατί ήταν όλα χειροποίητα. Από την μέρα που εκείνος θα έπαιρνε παραγγελία, σε μια βδομάδα ή δέκα μέρες, θα πήγαινα εγώ. Έφτιαχνε και για τις γυναίκες που κι αυτές είχαν το ίδιο πρόβλημα»
(Έλενα Χουσνή, Καταραμένες Πολιτείες, σσ. 378-379)
Προφορικές Μαρτυρίες για το Λεπροκομείο στο Καρλόβασι της Σάμου
Κτήρια-Τοπόσημα Καρλοβάσου
Σάμος, Καρλόβασι
«(Θυμάμαι) πάρα πολλούς. Ήταν αποκρουστικοί. Αλλουνού του λείπανε τα δάχτυλα, ήταν δηλαδή χωρίς δάχτυλα, αλλουνού του έλειπε η μύτη… κυκλοφορούσαν ελεύθερα εδώ (στην περιοχή που βρισκόταν το Λεπροκομείο) αλλά μέσα στην πόλη δεν πήγαιναν. Εγώ μικρός πήγαινα μέσα, μου έδιναν καραμέλες, σοκολάτες, δεν είχαμε πρόβλημα»
(Χαράλαμπος Κοτζαμάνης, 2020)
«Δεν μας πείραζε κάτι. Ούτε τους σιχαινόμασταν, ούτε τους αποφεύγαμε, διότι αυτή η αρρώστια είχε δηλωθεί πια ως μη κολλητική. Ήταν από κληρονομικά, από τέτοια πράγματα. Μπορεί να μεταδιδόταν μέσω του αίματος μόνο»
(Χαράλαμπος Κοτζαμάνης, 2020)
«Είχα μια κιθάρα και ασχολούμουν με τα φιλανθρωπικά και πηγαίναμε στους λεπρούς. Κάναμε ψυχαγωγία στους λεπρούς. Κυριακές, Πάσχα, Χριστούγεννα, Αγίου Βασιλείου γρήγορα-γρήγορα να φάμε για να πάμε στους λεπρούς. […] Είχαν μισθό από το κράτος αλλά κάναμε κι εμείς μια γύρα σε γνωστούς και μαζεύαμε κουλουράκια, αυγά, για να κάνουμε κανένα πακετάκι…»
(Ευαγγελία Πρατσινάκη, 2020)
«Θυμάμαι, λοιπόν, κι έχω και τη φωτογραφία, που έχουμε έρθει στο λεπροκομείο… πήγαμε να προσφέρουμε δώρα στους χανσενικούς, τους λεπρούς. Το θυμάμαι πάρα πολύ καλά, σαν τώρα, που μας έλεγαν “δεν θα ακουμπήσετε πουθενά”, γιατί ήταν λεπροί»
(Ρένα Παντελόγλου-Σταματάκη, 2020)
«Το λεπροκομείο εδώ ήταν ένα από τα κέντρα ας πούμε, μεγάλο… είχε γύρω στους 56 ανθρώπους όσο θυμάμαι εγώ. Όταν ήμουν σε ηλικία μικρή, 12 χρονών ας πούμε, ερχόμουν εδώ με τον παππού μου και υπήρχαν γύρω στα 50-60 άτομα. Περίπου το 1960, 1965, κάπου εκεί και ίσως πιο μπροστά γιατί ερχόμασταν με το Γυμνάσιο, με το σχολείο και τους κάναμε διάφορες εκδηλώσεις σαν μαθητές. Ήμουν σε μια χριστιανική μαθητική ομάδα και τους λέγαμε ποιήματα, τους λέγαμε ανέκδοτα, τους λέγαμε τραγούδια, όλα αυτά»
(Χαράλαμπος Κοτζαμάνης, 2020)
«Τους έφερναν τα ψώνια τους, αυτός από το Παλαιό (το όνομά του ήταν Κώστας Μαϊράγκας). Ζούσαν και από το Λεπροκομείο. (Οι λεπροί) έπαιρναν κάποια χρήματα, κάποιο επίδομα αλλά δεν τα ξόδευαν»
(Χαράλαμπος Κοτζαμάνης, 2020)
«Ο παππούς μου ήταν ράφτης. Πήγαινε και τους έραβε τα ρούχα. Επί πληρωμή»
(Μαρία Μαρούκη, 2020)
«…αυτό εδώ δίπλα που είναι το δεντράκι, το πρώτο δέντρο (δείχνει με το χέρι του το ακριβές σημείο) που δίπλα έχει ένα πηγάδι, δίπλα έχει ένα καλυβάκι κι εδώ ερχόντουσαν οι λεπροί κάθε μέρα με τον παππού μου και συναντιόντουσαν, ‘κάναν δουλειά και είχαν σχέσεις. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας γέρος, ο οποίος ήταν από τη Θάσο και είχε ένα παιδάκι 2 χρονών. Είχε πεθάνει η γυναίκα του κι αυτός ήταν λεπρός και το παιδί το είχε φέρει μέσα αλλά ήταν καθαρό το παιδί του. Λέει στον παππού μου “Δεν ξέρεις κανέναν άνθρωπο να το πάρει και να μην το έχω μέσα στους λεπρούς;”. Ο παππούς μου, αφού συνεννοήθηκε πρώτα με τη γιαγιά μου, η οποία είχε τότε 9 παιδιά, ε, του λέει “Δημήτρη, εκεί που θα δίνουμε στα 9 παιδιά, θα βάζουμε και από μια μπουκιά για να ταΐζουμε κι αυτό το παιδί”. Και το πήρανε. Το μεγαλώσανε. Του έμαθαν και τέχνη, ήταν πλακατζής. […] Και όχι μόνο το μεγάλωσαν αλλά το προικίσανε κιόλας. Το δώσανε εδώ στο λιμανάκι ένα οικόπεδο και έχτισε ένα σπιτάκι.[…] Ήταν μια συγκινητική ιστορία αυτή, διότι άμα έχεις 9 στόματα να ταϊσεις, εκείνες τις εποχές, φαντάσου να πάρεις και ψυχοπαίδι επιπλέον!»
(Χαράλαμπος Κοτζαμάνης, 2020)
«Περνούν. Έρχονται. Οι πιο πολλοί που έρχονται είναι ενημερωμένοι. Έρχονται. Ρωτάνε. Αυτό ήταν ένα από τα αξιόλογα (λεπροκομεία), γιατί δεν ήταν σαν λεπροκομείο, ήταν σαν νοσοκομείο. Είχε μέσα γιατρό, υπήρχε μόνιμο προσωπικό, μόνιμες νοσοκόμες υπήρχαν. Υπάρχει και το βιβλίο της Χουσνή που λέει τι γινόταν μέσα. Βέβαια φανταστικά τα πιο πολλά αλλά περίπου κάτι τέτοια συνέβαιναν εκεί»
(Χαράλαμπος Κοτζαμάνης, 2020)
«Τώρα δεν είναι το λεπροκομείο όπως το βλέπαμε. Εμείς όταν ήρθαμε από την Αθήνα, και το ‘δα πόνεσε η ψυχή μου. Λέω, “αυτό το κτίριο το ωραίο, τ’ αφήσανε. Εδώ έζησε κόσμος. Και μετά πήγαινε ένας έπαιρνε ένα παράθυρο, τα παίρνανε και τα ξηλώσανε όλα…”»
(Ευαγγελία Πρατσινάκη, σ.369)
«Είχε περάσει κάποια φορά ένας (εννοεί μπροστά από το σπίτι του στο δρόμο για το Λεπροκομείο), που είχε γράψει μάλιστα και βιβλίο για το Λεπροκομείο, Αυστριακός. Αυτός ερχόταν τότε από την Αυστρία, τώρα είναι γέρος και μου άφησε και το βιβλίο του, ο οποίος έφτιαχνε τα δόντια τους, ήταν οδοντίατρος. Ερχόταν από την Αυστρία και τους έφτιαχνε τα δόντια τους σαν εθελοντής, δεν πληρωνόταν»
(Χαράλαμπος Κοτζαμάνης, 2020)
Αστρουλάκης, Νικήτας. (1926). «Το άσυλον των λεπρών Σάμου», Σαμιακή Στοά, τ.Α’, (επιμ.) Θεοσεβεία Βεργή, Καρλόβασι.
Βακιρτζής, Ιωάννης. (2005). Ιστορία της Ηγεμονίας Σάμου 1834-1912, Αθήνα.
Βαρβούνης,
Μανόλης. (2018). «Η λέπρα στη Σάμο: Από την παραδοσιακή ιατρική στην
επιστημονική αντιμετώπιση», Πρακτικά Πανελλήνιου Επιστημονικού
Συνεδρίου, Αθήνα, 7-11 Μαρτίου 2012, Λαϊκή Ιατρική και Ιατρική Επιστήμη. Σχέσεις Αμφίδρομες, τ. Β’, σσ. 379-399, Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
Δαμιανίδης, Κώστας. (2004). «Προφορικές μαρτυρίες για την ξυλοναυπηγική στη Σάμο», Καλοκαιρινές Σαμιακές Συναντήσεις, σ. 196-208.
Δημητρίου, Νικόλαος. (1979). Ιστορία της Σάμου, Αθήνα: Εκτύπωσις «ήρα».
Δημητρίου, Νικόλαος. (1985). Λαογραφικά της Σάμου, τ. 2, Αθήνα: Ν. Δημητρίου.
Δημητρίου, Νικόλαος. (1987). Λαογραφικά της Σάμου, Αλκιβιάδης Δημητρίου (επιμ.), τ. 4, Αθήνα.
Δημητρίου, Νικόλαος. (1996). Λαογραφικά της Σάμου 7, Λεξικό του Γλωσσικού Σαμιακόυ Ιδιώματος, Αθήνα.
Έθιμα και Παραδόσεις στο Καρλόβασι και στα περίχωρα. (2007). Τ.Ε.Ε. –ΕΠΑ.Λ. Καρλοβάσου.
Ζαφείρης, Γιάννης. (1977). Λογοθέτης Λυκούργος. Ο Μεγάλος Σαμιώτης Αρχηγός του 1821, Αθήνα.
Θρασυβούλου, Δημήτρης. (2007). «Ο εμφύλιος στη δυτική Σάμο. Το επεισόδιο της Λέκας, Μάιος 1946», στο Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων & Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Σάμου.
Καλατζής, Κώστας. (1992)[1990]. Το ταμπάκικο, Αθήνα: ΠΙΤΣΙΛΟΣ.
Καλατζής, Κώστας. (2007). «Πρόσωπα και τόποι του χθεσινού Νέου Καρλοβάσου», Πρακτικά συνεδρίου Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο, Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Σάμου, σσ. 107-139.
Καλομοίρη, Χαρά. (1997). «Η γέννηση ενός φεστιβάλ», στο Ο Μανώλης Καλομοίρης και η ελληνική μουσική, Σάμος: Φεστιβάλ «Μανώλης Καλομοίρης».
Καραθανάσης, Κώστας. (1995). Γεώργιος Κλεάνθης. Ο Σαμιώτης Εθνικός Βάρδος, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.
Κεντούρης, Αλέξανδρος. (1939). «Η Βυρσοδεψία εν Σάμω», στο Σαμιακόν Ημερολόγιον, Αθήναι, σσ. 56-63.
Κιλουκιώτης, Ιωάννης. (2020). «Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι της Σάμου» (www.samosin.gr 14/4/20).
Κλουβάτος, Κ. Δημήτριος. (2006). Σαμιακά Πεπραγμένα, τ. 1, βιβλίο τρίτο: Το Αμπέλι/κρασί της Σάμου, Καρλόβασι.
Κόγιας, Ντίνος. (2000). Τροχιόδρομος Καρλοβασίων Σάμου (1905-1939), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων.
Κόγιας, Ντίνος. (2004). «Οι μαστόροι του Πηλού στη Σάμο (1870-1970)», στο Καλοκαιρινές Σαμιακές Συναντήσεις, Α. Σφοίνη (επιμ.), Αθήνα.
Κόμης, Κώστας. (2014). «Η λέπρα στη Σάμο (19ος – 20ος αιώνας)», Πρακτικά Συνεδρίου (Σάμος, 2-4 Νοεμβρίου 2012), Από την αυτονομία στο εθνικό κράτος. Η ενσωμάτωση της Σάμου στην Ελλάδα, σσ. 233-266, Σάμος: Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Σάμου.
Κουρέρης, Γεώργιος. (2013). Η ιατρική στη Σάμο κατά την περίοδο της Ηγεμονίας (1834-1912), Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή.
Κουτσός, Νικόλαος. (2020). Στο λυκόφως ενός Βυρσοδεψείου, Πειραιάς.
Κρητικίδης, Εμμανουήλ. (1867). Αρχαιολογία. Αρχαίοι ναοί της Σάμου μετ’ ανακαλυφθεισών επιγραφών, Σύρος: Τύποις Ρ. Πρίντεζη
Κρητικίδης, Εμμανουήλ. (1870). Πραγματεία περί της ερημώσεως και του συνοικισμού της Σάμου, Σύρος: Τύποις Ρ. Πρίντεζη
Κροκίδης, Δημήτρης. (1999). «Μια προσπάθεια για την καταγραφή των βυρσοδεψείων στο Καρλόβασι της Σάμου», Τεχνολογία. Ενημερωτικό δελτίο πολιτιστικού τεχνολογικού ιδρύματος ελληνικής τράπεζας βιομηχανικής αναπτύξεως, τεύχος 9, σσ. 24-26.
Νόου, Νίκος. (1976). Σάμος, η γη μας. Ιστορία, Χρονικό, Φωτογραφία – Τουρισμός
Οικονόμου, Ανδρομάχη. (1994). «Σημείωμα για τη βυρσοδεψία στη Σάμο», Σαμιακές Μελέτες, τ. Α’, Αθήνα: Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», σσ. 189-192.
Παπακωνσταντίνου, Θανάσης (επιμ.). (1999). Τα βυρσοδεψεία και το Καρλόβασι, Λύκειο Καρλοβάσου, Ομάδα μαθητών, Καρλόβασι.
Ρίτσου, Έρη. (2007). «Ο Γιάννης Ρίτσος στο Καρλόβασι», στο Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων & Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Σάμου.
Σεβαστάκης, Αλέξης. (1979). Σφαγείο (μυθιστόρημα), Αθήνα: Θεμέλιο.
Σεβαστάκης, Αλέξης. (1995). Ιστορικά Νέου Καρλοβάσου Σάμου 1768-1840, Αθήνα: Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου».
Σταματιάδης, Επαμεινώνδας. (1970). Σαμιακά. Ιστορία της Σάμου. Από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι το 1890, τ. Δ’, Αθήνα: Ιωάννης Σοφούλης.
Τσέλαλη, Γιώτα. (1998). «Η σαμιακή βυρσοδεψία», Καθημερινή, Αφιέρωμα Επτά Ημέρες, 9/8/1998, σσ. 21-22.
Χατζηγεωργίου, Σταύρος. (2002). Συνδικάτα. Το εργατικό κίνημα των βυρσοδεψεργατων Καρλοβάσου Σάμου 1899-1947, Αθήνα: υπερόριος.
Χουσνή, Έλενα. (2018). Καταραμένες Πολιτείες, Αθήνα: Κύφαντα.
Psaropoulou, Betty. (1986). Last Potter of the east Aegean, Nauplion: Peloponnesian Folklore Foundation.
- Σταμάτης Ανδριανόπουλος
- Πάτρα Βαθιώτη
- Σταματία Βαθιώτη
- Χρυσούλα Βακάκη
- Χρήστος Βαρβατές
- Ευτυχία Γιοβάνη
- Δημήτρης Θρασυβούλου
- Πόπη Καλησπέρη
- Ειρήνη Καπώλη-Φοροπούλου
- Δέσποινα Κελεμπέση
- Χαράλαμπος Κοτζαμάνης
- Νικήτας Κυπαρίσσης
- Μανώλης Κυριαζής
- Εμμανουέλα Μακρή-Βαθιώτη
- Μαριγούλα Μακρή
- Στέλιος Μακρής
- Μαρία Μαρούκη
- Μανώλης Ματθαίου
- Φώτης Ματθαίου
- Σταυρίτσα Μιχαλιού
- Ρένα Παντελόγλου-Σταματάκη
- Μαρία Παπακωνσταντίνου
- Βαγγέλης Παριανός
- Ευαγγελία Πρατσινάκη
- Σαρηγιάννη Μάτα
- Δημήτρης Σιδεράτος
- Στέλιος Σιδηρουργός
- Καλλιόπη Σταύρου
- Κώστας Σταύρου
- Ανδρέας Τσουκαλάς
- Χρυσάνθη Χριστοδούλου