Το Μουσείο Βυρσοδεψίας
Οι Καρλοβασίτες θεωρούν τα εργοστάσια βυρσοδεψίας (αλλιώς ταμπάκικα) αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής τους ταυτότητας. Αρκετοί θυμούνται ακόμα τα βυρσοδεψεία όσο ακόμα λειτουργούσαν, αφού είτε ζούσαν κοντά σε αυτά είτε τα επισκέπτονταν με το σχολείο για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Θυμούνται ακόμα και τις μυρωδιές και τους έντονους ήχους που έκαναν οι τεράστιες βαρέλες ή τα κάρα των αραμπάδων.
Τα βυρσοδεψεία συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της σύγχρονης ταυτότητας των κατοίκων του Καρλοβάσου. Παρείχαν θέσεις εργασίας και έφεραν πλούτο στον τόπο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αστική τάξη που χρηματοδότησε την ανέγερση σχολείων στα οποία μπορούσαν να φοιτήσουν όλα τα παιδιά ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση των γονέων.
Ο ισχυρός σεισμός που σημειώθηκε στη Σάμο στις 30 Οκτωβρίου του 2020 προκάλεσε πλήθος ζημιών, με τις περισσότερες από αυτές να εντοπίζονται στην περιοχή των Ταμπάκικων, αφού τα περισσότερα παλιά βυρσοδεψεία ήταν εγκαταλελειμμένα και αφημένα στην τύχη τους. Το κτήριο του μουσείου ήταν από τα λίγα που δεν υπέστη καμία απολύτως φθορά.
Σήμερα, οι επισκέπτες του μουσείου μπορούν να περιηγηθούν στον χώρο και να πάρουν πληροφορίες για τη βυρσοδεψία από την αρχαιότητα έως τα μέσα του 20ου αιώνα, περίοδο σταδιακής κάμψης του επαγγέλματος, τα στάδια κατεργασίας των δερμάτων, την οργάνωση των βυρσοδεψείων και τέλος την εκβιομηχάνισή τους στο Καρλόβασι. Μπορούν να δουν επίσης μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν στα εργοστάσια βυρσοδεψίας, μικρότερα εργαλεία απαραίτητα για την κατεργασία των δερμάτων, σφραγίδες για τα επεξεργασμένα σολοδέρματα αλλά και σημαντικά έγγραφα οικονομικού περιεχομένου.
Πηγή για το Μουσείο Βυρσοδεψίας
Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι
Σάμος, Καρλόβασι
Πηγή Κ. Καλατζής, Το ταμπάκικο, εκδ. ΠΙΤΣΙΛΟΣ, 1990, σελ.20
«Το ταμπάκικο ήτανε δίπατο. Στο κάτω πάτωμα γινότανε η υγρή δουλειά∙ η προκαταρκτική και η δέψη. Ήταν εκεί οι λίμπες και τα ποντόνια και τα καβαλέτα και οι βαρέλες. Εκεί γινόνταν τα ξενερίσματα και τα ξελεσάσματα και τ’ ασβεστώματα. Και βέβαια τα παστώματα και τα γυρίσματα στις βαρέλες. Υγρασία και γλίτσα και μισόφωτο. Και βρώμα βαριά.
Στο πάνω πάτωμα γινόταν η στεγνή δουλειά∙ η τελειοποίηση και η συσκευασία. Ήταν εκεί οι πάγκοι για το στρώσιμο των πετσιών, οι κρεμάλες για το κέρωμα και το στέγνωμά τους, οι κύλιντροι για το σιδέρωμα, κι όλα τα εξελιγμένα μηχανήματα. Ήταν φωτεινό το πάνω πάτωμα, καθαρό, κι είχε την ευχάριστη μυρωδιά του αργασμένου δέρματος».
Προφορικές Μαρτυρίες για το Μουσείο Βυρσοδεψίας
Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι
Σάμος, Καρλόβασι
«Θυμάμαι τα βυρσοδεψεία δουλεύανε. Αρκετά βυρσοδεψεία δουλεύανε, αλλά δεν δουλεύανε πια με εκείνη τη δυναμική που δουλεύανε τα παλιότερα χρόνια που άκουγα, γιατί εγώ ακόμα και στο λύκειο πρόλαβα να μας πηγαίνουν επισκέψεις στα βυρσοδεψεία για να τα δούμε να λειτουργούν. Τα έχω δει από κοντά πολλές φορές τα βυρσοδεψεία από μέσα να λειτουργούν. Αυτά που τώρα είναι ερείπια, εγώ τα έχω δει να λειτουργούν, τους εργάτες κ.λπ., βέβαια δεν ήταν οι εργάτες όπως ήταν τα παλιότερα χρόνια, που ήταν οι πάρα πολύ εργάτες που ξυπνούσαν πολύ πρωί, αλλά υπήρχαν εργάτες στα βυρσοδεψεία. Θυμάμαι, δηλαδή, να περνούν τα κάρα με τα απόβλητα αυτά των βυρσοδεψείων, τα οποία, βέβαια, μύριζαν φριχτά»
(Μαρία Μαρούκη, 2020)
«Περνάγανε οι αραμπάδες, από τα βυρσοδεψεία ακουγόντουσαν οι βαρέλες που γυρίζανε και άκουγες ντουκουντουκουντουκου, δηλαδή άκουγες μεταλλικούς θορύβους, πολύ δυνατούς θορύβους, και περνούσανε και οι αραμπάδες που είχανε πάνω τα δέρματα και τα μεταφέρανε»
(Ρένα Παντελόγλου-Σταματάκη, 2020)
«Πολλά χρόνια πριν είχα προτείνει στο Δήμο να γίνει Μουσείο Βυρσοδεψίας. Ένα εργοστάσιο θα πιάνανε και θα το έκαναν μουσείο»
(Ανδρέας Τσουκαλάς, 2020)
«Το θέλανε και το θέλουνε με πολύ μεγάλη χαρά. Οι Καρλοβασίτες, επειδή τα βυρσοδεψεία ήτανε και είναι ένα πολύ μεγάλο μέρος της ιστορίας τους και της ζωής τους και τώρα ειδικά που μετά από τους σεισμούς πολλά από αυτά δεν ξέρουμε κατά πόσο θα μείνουν όρθια, το λέω με ιδιαίτερη συγκίνηση ευτυχώς δεν έπαθε κάποια ζημιά…»
(Μαρία Μαρούκη, 2021)
«Εκείνο που ξέρω να πω είναι ότι ήτανε μια πολύ καλή αρχή το να γίνει το μουσείο. Μάλιστα, βλέποντας κι όλα αυτά μετά το σεισμό είναι σημαντικό ότι το κτήριο αυτό τουλάχιστον σώθηκε. Σώθηκαν κάποια μηχανήματα που είναι εδώ και όλα αυτά τα χρόνια είναι ένας πόλος έλξης για τους τουρίστες που έρχονται εδώ. Θέλουν να γνωρίσουν βλέποντας όλο αυτό το οικοδομικό τετράγωνο, «βιομηχανική περιοχή» όπως λέγεται, θέλουν να γνωρίσουνε και να μάθουν κάποια πράγματα, έρχονται σχολεία.[…] Δεν είναι πάρα πολύ μεγάλο σε έκταση αλλά σύμφωνα με τα οικονομικά δεδομένα και με αυτό που μπορούσε να παραχωρήσει το Πανεπιστήμιο, όσοι έρχονται εδώ, επειδή έχω την χαρά εδώ και κάποια χρόνια να ξεναγώ τους επισκέπτες, μένουν αρκετά ικανοποιημένοι»
(Μαρία Μαρούκη, 2021)
Τα βυρσοδεψεία του Καρλοβάσου
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η ανάπτυξη της βυρσοδεψίας στο Καρλόβασι υπήρξε καθοριστική για την οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική διαμόρφωση του τόπου. Το Καρλόβασι θα μετατραπεί από κεφαλοχώρι σε μία ακμάζουσα εμπορική πόλη, που, χάρη στην ανάπτυξη της βιομηχανίας της βυρσοδεψίας, θα διαθέτει ισχυρή οικονομική και πολιτική δύναμη, ικανή να καθορίζει ακόμα και την τύχη των ηγεμόνων στην περίοδο της Ηγεμονίας της Σάμου (1834-1912). Ο πλούτος που προέκυψε από την εξαγωγή των φημισμένων σαμιώτικων σολοδερμάτων οδήγησε στην ανάπτυξη μιας αστικής τάξης που άλλαξε την μορφή του τόπου. Ανέλαβε την ανοικοδόμηση σημαντικών κτηρίων και τη χρηματοδότηση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Συνέβαλε επίσης στην ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών και γενικότερα στη μεταμόρφωση του Καρλοβάσου σε μια πόλη που σταδιακά εναρμονίστηκε στα πρότυπα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών όσον αφορά στην οικονομική της ανάπτυξη αλλά και την πολιτιστική φυσιογνωμία της.
Τα βυρσοδεψεία, αλλιώς ταμπάκικα, αναπτύσσονται στο Καρλόβασι κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, στην περιοχή της Ρίβας ή Όρμου. Η επιλογή του τόπου δεν ήταν τυχαία. Η Ρίβα αφενός μεν πρόσφερε το θαλασσινό νερό και τον αέρα, στοιχεία απαραίτητα για την επεξεργασία των δερμάτων, και αφετέρου ήταν όρμος κατάλληλος για να αγκυροβολούν τα καΐκια με τα οποία γίνονταν οι εξαγωγές δερμάτων.
Ως πρώτος βυρσοδέψης του Καρλοβάσου αναφέρεται ο Παναγιώτης Βάσου από το Άργος. Την προσπάθεια του φαίνεται ότι μιμήθηκαν και άλλοι Καρλοβασίτες, που ίδρυσαν μικρά βυρσοδεψεία. Τα πρώτα μεγάλα βυρσοδεψεία ιδρύονται στο Καρλόβασι στα τέλη του 19ου αιώνα. Μάλιστα, συμπίπτουν χρονικά με την παρακμή της βυρσοδεψίας στη Σύρο, του μέχρι τότε σημαντικότερου βυρσοδεψικού κέντρου της ανατολικής Μεσογείου. Πάντως, πριν από την εμφάνιση της βυρσοδεψίας στη Σάμο, η εμπορική και ναυτική δραστηριότητα υπήρξε έντονη στο Νέο Καρλόβασι, γεγονός που συντέλεσε στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης ζώνης αποθηκών, μαγαζιών και εργαστηρίων στην παράκτια ζώνη της Ρίβας.
Τα βυρσοδεψεία του Καρλοβάσου θα γνωρίσουν μεγάλη κρίση το 1912, καθώς η ένωση του νησιού με την Ελλάδα θα επιβάλει οικονομικά βάρη, τα οποία η σαμιακή βυρσοδεψία δεν ήταν έτοιμη να επωμιστεί. Ωστόσο, θα καταφέρει να επιβιώσει και μάλιστα θα ακμάσει μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξαιτίας του αποκλεισμού του Πειραιά από τους συμμάχους το 1917. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αρχίζει η πτωτική τάση της βυρσοδεψίας του Καρλοβάσου. Μάλιστα, κάποιοι από τους κατοίκους φέρουν ακόμα μνήμες από την παρουσία των Γερμανών κατακτητών στον τόπο τους, οι οποίοι δέσμευαν όλο το εμπόρευμα των εργοστασίων.
Η πτώση της βυρσοδεψίας και ο εκσυγχρονισμός με μηχανήματα όσων εργοστασίων διατηρήθηκαν, οδήγησαν σε παρακμή ή ακόμα και στη σταδιακή τους εξάλειψη ορισμένα επαγγέλματα που σχετίζονταν έμμεσα με τα βυρσοδεψεία, όπως για παράδειγμα οι τσαγκάρηδες, οι βαρελάδες και κυρίως οι μεταφορείς εμπορευμάτων και πρώτων υλών. Παρά την μείωση του αριθμού των εργοστασίων βυρσοδεψίας, αφού πολλά από αυτά χρεοκόπησαν και έκλεισαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, από τη δεκαετία του ’70 παρατηρείται μια σχετική άνθιση. Η ζήτηση αυξάνει και τα υπάρχοντα, εκσυγχρονισμένα πλέον βυρσοδεψία, που φαίνονται έτοιμα να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς, εξελίσσονται σε υπολογίσιμη βιομηχανική δύναμη. Άλλωστε όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι βυρσοδέψες «…η βυρσοδεψία έδινε ζωή, μεγάλη ζωή έδινε στο Καρλόβασι».
Σύμφωνα με τους τελευταίους βυρσοδέψες που ζουν ακόμα οι λόγοι που οδήγησαν σε οριστικό κλείσιμο τα εργοστάσια βυρσοδεψίας στο Καρλόβασι στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν καταρχάς η απροθυμία των νεότερων γενιών να συνεχίσουν το επάγγελμα, αφού παρά τον εκσυγχρονισμό του, εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα κοπιαστικό και απαιτητικό. Παράλληλα, το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για επενδύσεις στον τουρισμό οδήγησε στη σταδιακή διακοπή των εργοστασίων, τα οποία παρά τη λειτουργία του βιολογικού-βιοχημικού καθαρισμού εξακολουθούσαν να ρυπαίνουν τη θάλασσα.
Σήμερα, στο Καρλόβασι, δεν λειτουργεί πλέον κανένα εργοστάσιο βυρσοδεψίας. Ο ισχυρός σεισμός της 30ης Οκτωβρίου του 2020 προκάλεσε δυστυχώς την πλήρη κατάρρευση ορισμένων βυρσοδεψείων ή την ανεπανόρθωτη ζημιά σε άλλα, γεγονός που οδήγησε στην αναγκαστική κατεδάφισή τους λόγω επικινδυνότητας, αλλάζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την χωροταξία του τόπου.
Δείτε Περισσότερα:
Δήμος Δυτικής Σάμου
Μουσείο Βυρσοδεψίας
Πηγές για τα βυρσοδεψεία του Καρλοβάσου
Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι
Σάμος, Καρλόβασι
Κεντούρης, Αλέξανδρος. 1939. «Η Βυρσοδεψία εν Σάμω», στο Σαμιακόν Ημερολόγιον, Αθήναι, σσ. 56-63
«Το πρώτον Σαμιακόν βυρσοδεψείον ιδρύθη εις το Καρλόβασι της Σάμου προ 120 και πλέον ετών, υπό του εξ Άργους έλκοντος την καταγωγήν Παναγιώτου Βάσου. Ούτος ελθών και εγκατασταθείς αρχικώς εις Κοντέικα της Σάμου, μετήρχετο το επάγγελμα του επιδιορθωτού υποδημάτων, κατασκευάζων ο ίδιος επί τόπου και τα δια το επάγγελμά του χρήσιμα δέρματα. Εγκατασταθείς αργότερα εις Καρλόβασι, επεδόθη αποκλειστικώς εις το βυρσοδεψικόν επάγγελμα ιδρύσας βυρσοδεψείον»
Για την εδραίωση των βυρσοδεψείων στο Καρλόβασι, ο Κώστας Καλατζής στο «Ταμπάκικο» (1992:23-24) γράφει:
«Το 1890 ένας από τους δυνατούς, ρέκτης και φιλοπρόοδος, έκανε το μεγάλο βήμα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, παραγωγός λαδερών βιδέλων. Έχτισε στην παραλία ένα καινούργιο μαγαζί. Το πρώτο σωστό βυρσοδεψείο στο Καρλόβασι. Του έβαλε ατμομηχανή για να κινάει στην αρχή τον κόφτη –τον μύλο που άλεθε τον πίτυκα- και το μηχανικό κόπανο για το πιστάρισμα των πετσιών. Μετά από λίγο έβαλε και την πρώτη βαρέλα.
Αυτό ήταν. Η υπόθεση φάνηκε μονομιάς πως είχε πολύ ψωμί. Πέσανε κι άλλα λεφτά –ένας δυνατός Νικολάου, ένας δυνατός Βλιάμος, ένας πολύ δυνατός Ιούλιος Αργυριάδης, άλλοι δυνατοί- και η βυρσοδεψία θέριεψε. Γέμισε ο γιαλός ταμπάκικα. Το Καρλόβασι έγινε το πρώτο βυρσοδεψικό κέντρο της Ανατολής»
Προφορικές Μαρτυρίες για τα βυρσοδεψεία του Καρλοβάσου
Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι
Σάμος, Καρλόβασι
«Εμείς τότε δεν είχαμε λιμάνι. Είχαμε όμως, για αυτό λεγόμαστε και Ρίβα η περιοχή, εδώ από κάτω τη θάλασσα, οπότε, λοιπόν, με τα μεγάλα καΐκια που βγαίνανε εδώ και μπορούσαν και αράζανε, και όταν λέμε μεγάλα δεν λέμε τα τύπου ψαράδικα, μιλάμε για ποντοπόρα εκείνης της εποχής καράβια με τα πανιά, μπορούσαν λοιπόν και πλεύριζαν εδώ κι έτσι φορτώνανε τα δέρματα ή φέρνανε τις πρώτες ύλες ή παίρνανε τα επεξεργασμένα δέρματα»
(Μαρία Μαρούκη, 2021)
«Κοίταξε, τα βυρσοδεψεία κλείσανε γιατί είχανε σιγά-σιγά… μέχρι να γίνει ο χημικός καθαρισμός, υπήρχε η άποψη ότι τα βυρσοδεψεία μολύνουν τη θάλασσα. Επίσης αποσύρθηκαν οι μεγάλες γενιές. Δεν υπήρχε διάδοχος της κατάστασης. Μερικοί μόνο είχανε διάδοχο, όπως ήμασταν εμείς»
(Βαγγέλης Παριανός, 2021)
«Στο τέρμα εδώ πέρα του Καρλοβάσου υπήρχε το στρατιωτικό αεροδρόμιο, προσγειώνονταν τα πολεμικά αεροπλάνα. Από το φουρνιώτικο ρέμα ως το λεπροκομείο υπήρχε αεροδρόμιο. Ερχόντουσαν τα στούκας τα γερμανικά, μικρά αεροπλανάκια. Το πρώτο βυρσοδεψείο που μπήκαν μέσα ήταν του παππού μου. Τους συνόδευε και ένας διερμηνέας… Μπήκαν μέσα στο βυρσοδεψείο, ο παππούς μου ήταν άρρωστος, κατάκοιτος και πιάσανε τον πατέρα μου. Του λένε «πόσες;»… γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν κιλά, ήταν οι οκάδες… Λοιπόν, τον ρώτησαν πόσες οκάδες είναι και ο πατέρας μου τους είπε «ε, 3500 οκάδες να είναι, παραπάνω αποκλείεται». Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει, ήταν τελικά 7000 οκάδες, και 6500 να ‘τανε ήταν το 70% παραπάνω… και λέει ο διερμηνέας «το παιδί ήρθε μόλις από την οπισθοχώρηση» κι έτσι την σκαπούλαρε ο πατέρας μου»
(Ανδρέας Τσουκαλάς, 2020)
«Υπήρχαν οι βαρελάδες, υπήρχαν οι σιδεράδες, ήταν αυτοί που έκαναν τα διάφορα εργαλεία, βέβαια και οι εργάτες μόνοι τους ο καθένας είχε το ανάλογο εργαλείο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει στη δουλειά του, οι τεχνίτες που ήτανε για τις μηχανές, δηλαδή υπήρχε ένας ολόκληρος κύκλος, οι γραφιάδες, δηλαδή για παράδειγμα οι λογιστές, αυτοί που πουλούσαν τα δεψικά υλικά, γιατί από κάποια στιγμή και μετά υπήρχαν τα βιομηχανοποιημένα δεψικά υλικά… ο πατέρας μου ως μικρό παιδί ξεκίνησε σε επιχείρηση που πουλούσε δεψικά υλικά στους βυρσοδέψες»
(Μαρία Μαρούκη, 2021)
Ένας από τους τελευταίους βυρσοδέψες, με το εργοστάσιό του να το εγκαταλείπει το 2005, λέει για την παραγωγή της τελευταίας περιόδου λειτουργίας:
«Κοίταξε να δεις, ζήτηση υπήρχε, βέβαια όχι τόσο όσο παλιά. Θα σου πω και κάτι άλλο. Το εργοστάσιο το δικό μας μπορούσε να καλύψει την παραγωγή όλου του Καρλοβάσου. Δηλαδή φέρναμε ένα κοντέινερ τη βδομάδα, 2000 ζώα ήθελε κάθε βδομάδα το εργοστάσιο, είχε τη δυνατότητα να βγάζει. Ενώ τότες, ποια 2000 ζώα; Δεν βγάζανε ούτε 500 ζώα όλα τα βυρσοδεψεία. Αλλά εμείς είχαμε εκσυγχρονιστεί με μηχανήματα»
(Βαγγέλης Παριανός, 2021)
Στάδια Επεξεργασίας Δερμάτων
Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι
Σάμος, Καρλόβασι
Η επεξεργασία των δερμάτων περιλάμβανε τρία στάδια, τα οποία χωρίζονται σε περισσότερες από δέκα παραγωγικές φάσεις ανάλογα με τον τύπο της δοράς (δέρμα ζώου) και το τελικό επιθυμητό προϊόν. Στο πρώτο στάδιο, που ονομάζεται «τα νερά», τα δέρματα καθαρίζονται, ενυδατώνονται, αποτριχώνονται και απομακρύνονται τα λίπη, έτσι ώστε να μείνει μόνο το καθαρό τμήμα της βύρσας (δέρμα ζώου που έχει υποστεί ειδική κατεργασία για να έχει μεγάλη αντοχή σε φθορές) που θα δεχθεί την κατεργασία. Το δεύτερο στάδιο, «η άργαση», είναι η φυτική δέψη των σολοδερμάτων που στα σαμιώτικα ταμπάκικα γινόταν με «μποτόνια» ή «χάρτζια» και αργότερα στα «κουνητά» με διαλύματα ισχυρών τανινών. Οι βαρέλες δέψης που επιτάχυναν τους χρόνους και άλλαξαν την οργάνωση του ταμπάκικου χρησιμοποιήθηκαν ευρέως ήδη από τις αρχές του αιώνα. Τελευταίο στάδιο ήταν ο «καλλωπισμός», για να αποκτήσει το δέρμα την επιθυμητή όψη, χρώμα, υφή ανάλογα με την τελική του χρήση.
Το βυρσοδεψείο του Νικολάου και το ιππήλατο τραμ
Υπήρξε περίοδος που το εργοστάσιο απασχολούσε 120 εργάτες και η ετήσια παραγωγή του άγγιζε τους 190-260 τόνους. Ο Νικολάου παρήγαγε διάφορες ποιότητες δέρματος, όπως σολοδέρματα, βακέτες, ιμάντες κίνησης μηχανών, δέρματα για έπιπλα κ.ά. Μέχρι και σήμερα ακόμα αποκαλείται «πατέρας της βυρσοδεψίας» στο Καρλόβασι. Μάλιστα, χάρη στην έντοκη χρηματοδότηση που πρόσφερε σε όσους ήθελαν να δημιουργήσουν κάποιο εργοστάσιο βυρσοδεψίας, κατάφερε να μετατρέψει την Ρίβα σε βιομηχανική περιοχή, με τα εργοστάσια δέρματος να φτάνουν τα σαράντα σε αριθμό, άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα.
Ο Νικολάου για τους ντόπιους έχει μετατραπεί πλέον σε θρύλο και πλήθος ιστοριών συνεχίζονται να λέγονται γύρω από τη δράση του. Η επιχείρηση έφτασε στην μεγαλύτερη ακμή της την εποχή του γιου του Γεωργίου Νικολάου, του Κωνσταντίνου Γ. Νικολάου, ο οποίος εξόπλισε το εργοστάσιο με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα της εποχής. Ο Κωνσταντίνος Νικολάου ακολούθησε με αφοσίωση το παράδειγμα του πατέρα του και μάλιστα συνέχισε την ίδια τακτική χρηματικής ενίσχυσης όσων ήθελαν να ανοίξουν το δικό τους βυρσοδεψείο.
Το φημισμένο εργοστάσιο κλείνει οριστικά το 1970, αφού τα μεταπολεμικά δάνεια που αναγκάστηκαν να πάρουν οι συνεχιστές της επιχείρησης παρέμειναν ακάλυπτα λόγω του πληθωρισμού, των επιτοκίων και του αυξανόμενου ανταγωνισμού. Σήμερα, το κτήριο εξακολουθεί να θεωρείται ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα, το οποίο λόγω της θέσης του, δίπλα στη θάλασσα, έχει σχεδόν απορροφηθεί από αυτήν. Άλλωστε, όπως έλεγαν και οι παλαιοί Καρλοβασίτες για τα κτήρια που βρίσκονταν κάτω από τον δρόμο, δηλαδή από τη μεριά της θάλασσας, «απ’ κατ’ απ’ το δρόμο είν’ τς θάλασσας».
Λίγα μέτρα πιο κάτω από το βυρσοδεψείο του Νικολάου, στην αποθήκη εύφλεκτων υλικών βρισκόταν το τέρμα της εμπορικής γραμμής του ιππήλατου τραμ Καρλοβάσου.
Το Καρλόβασι ήταν μια από τις λίγες πόλεις της Ελλάδας που ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα διέθεταν τραμ. Η έντονη εμπορική δραστηριότητα και η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας της βυρσοδεψίας από το 1890 οδήγησαν στον σχεδιασμό ενός μεταφορικού μέσου που διευκόλυνε κατ’ αρχάς τις μεταφορές των εμπορευμάτων. Ταυτόχρονα βέβαια εξυπηρετούσε και τις ανάγκες της νέας ανερχόμενης αστικής τάξης που επιθυμούσε να μιμηθεί τον τρόπο ζωής των δυτικών κοινωνιών με τις οποίες ερχόταν σε επαφή λόγω των εμπορικών σχέσεων, όπως για παράδειγμα το Παρίσι.
Το ιππήλατο τραμ κατάφερε να ελαχιστοποιήσει τον χρόνο μεταφοράς των εμπορευμάτων και να διευκολύνει τη μετακίνηση των ντόπιων, αφού οι αποστάσεις μεταξύ των τριών Δήμων (Νέο-Μεσαίο-Παλαιό Καρλόβασι) ήταν μεγάλες. Η διεύθυνση της κατασκευής του είχε ανατεθεί στον Άγγλο μηχανικό και εργοστασιάρχη της Σμύρνης Κάρολο Γκάλυ ενώ τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 25 Σεπτεμβρίου του 1905. Η πρώτη γραμμή, δηλαδή η επιβατική, ξεκινούσε από το αμαξοστάσιο που βρισκόταν στο Λιμάνι, διέσχιζε παραλιακά το Μεσαίο Καρλόβασι, έστριβε από τις Καμάρες στο καφενείο του Μπάτη (πλέον έχει γκρεμιστεί), διέσχιζε την οδό των αρχοντικών (οδός Αγίου Νικολάου), έφτανε στην περιοχή «Πευκάκια» και τερμάτιζε μπροστά στην Παναγίτσα (Παναγία Μυρτιδιώτισσα) του Νέου Καρλοβάσου. Η δεύτερη γραμμή, που μετέφερε τα εμπορεύματα, συνέχιζε ευθεία, χωρίς να στρίψει στις Καμάρες, διασχίζοντας τα ταμπάκικα.
Το ιππήλατο τραμ του Καρλοβάσου θα εκτελέσει τα τελευταία του δρομολόγια τον Οκτώβριο του 1939, αφού στις 16 Αυγούστου του 1939, η χήρα του ιδιοκτήτη του τραμ Δημήτριου Χατζιδάκη, Ουρανία Χατζιδάκη, μαζί με την συνιδιοκτήτρια Λίνα Ταμβακίδου θα συνυπογράψουν με το Ελληνικό Δημόσιο σύμβαση διάλυσης του τροχιόδρομου Καρλοβασίων.
Πηγές για το Βυρσοδεψείο του Νικολάου και το ιππήλατο τραμ
Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι
Σάμος, Καρλόβασι
Για τη συνεισφορά του Νικολάου γράφει ο Αλέξανδρος Κεντούρης (1939:57-58) τα εξής:
«Οι προοδευτικοί Καρλοβάσιοι, πρωτοπόροι εις κάθε εμποροβιομηχανικήν πρόοδον, ανεδείχθησαν οι πρώται βυρσοδέψαι της Ανατολής. Εις τούτο συνετέλεσαν και οι Καρλοβάσιοι κεφαλαιούχοι και ιδία ο αποκληθείς «πατήρ της δερματοβιομηχανίας Καρλοβασίων», αείμνηστος Γεώργιος Κ. Νικολάου, του οποίου η μέχρις ακροτάτου αλτρουισμού φθάνουσα θερμοτάτη χρηματική και ηθική υποστήριξης παντός προοδευτικού βυρσοδέψου, παρέμεινεν ανεξάλειπτος εις την μνήμην πάντων. Τόση δε ήτο η προθυμία δια την παροχήν χρηματικών κεφαλαίων εις τους έχοντας ανάγκην τοιούτων, και η ανιδιοτέλεια του αειμνήστου αυτού ανδρός, ώστε πλειστάκις καταντούσε δυσανάλογος προς την οικονομικήν δυναμικότητα και αντοχήν εκείνου υπέρ του οποίου εξεδηλούτο»
Σύμφωνα με τον Ντίνο Κόγια (2000:34), στις 9 Μαρτίου του 1917 συνέβη το πρώτο και μοναδικό θανατηφόρο ατύχημα σε όλα τα χρόνια λειτουργίας του Καρλοβασίτικου τραμ. Ένα οκτάχρονο αγόρι θα τραυματιστεί θανάσιμα στην περιοχή του Όρμου Νέου Καρλοβάσου:
«Την παρελθούσαν Παρασκευήν τραγικόν δυστύχημα έλαβε χώρα εν Καρλοβασίοις εις τον Όρμον του Νέου Καρλοβάσου και εις την γραμμήν του τραμ. Εντός αυτής ίστατο ο οκταετής παις Ιωάννης Ν. Φραγκαντωνάκης όστις παρασυρθείς υπό του διερχομένου τραμ έπεσεν υπό τους τροχούς αυτού αποκοπέντος αυτού ποδός. Το δυστυχές παιδίον αναίσθητον σχεδόν μετεφέρθη εις την οικίαν του όπου απέθανε μετά τινάς ώρας»
(Εφ. Αιγαίον, φ. 466, Λιμ. Βαθέος 14.3.1917, σ. 3, «Τραγικόν δυστύχημα»)
Προφορικές μαρτυρίες για το βυρσοδεψείο του Νικολάου και το ιππήλατο τραμ
Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι
Σάμος, Καρλόβασι
«Κάτω από τον δρόμο ήτανε του Νικολάου, που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα των Βαλκανίων. Στη Χίο υπήρχε ένα μεγαλύτερο αλλά κι αυτό του Νικολάου ήταν ένα από τα μεγαλύτερα των Βαλκανίων και πάρα πολύ οργανωμένο. Επειδή είχαμε αυτό το πρόβλημα με τη θάλασσα, ήταν (προσεγμένη) η αρχιτεκτονική του, είχανε χρησιμοποιήσει μέχρι και πορσελάνη, δηλαδή τούβλα από πορσελάνη και τα δομικά του υλικά ήταν φερμένα από το εξωτερικό. Γιατί; Επειδή είχαμε πάντοτε το πρόβλημα της προβέτζας, είναι ένα είδος φουρτούνας που από μέσα σκάβει και το βυθό της θάλασσας, που έτρωγε και τρώει την παραλία, το έχτισε με αυτόν τον τρόπο ώστε να αντέχει σε αυτού του είδους το καιρικό φαινόμενο. Αυτό λοιπόν το βυρσοδεψείο του Νικολάου, που ήταν πολύ μεγάλο και κράτησε πολύ, και μεταπολεμικά συνέχισε να δουλεύει, ήταν τόσο πολύ οργανωμένο που από πάνω είχε ολόκληρο δωμάτιο χημείου μέσα και ήξερε ο ίδιος από πρώτο χέρι τα χημικά, τα δεψικά υλικά πώς θα πρέπει να γίνει ο συνδυασμός τους»
(Μαρία Μαρούκη, 2021)
«Μου έλεγε κάποιος εκεί στη γειτονιά, κι ο πατέρας μου μού το είχε πει, όταν, όπως κοιτάς το κτήριο στη δεξιά μεριά (εννοεί το εργοστάσιο του Νικολάου), χτίζανε το εργοστάσιο, πήγε ο Νικολάου, πήρε μια διπλόχουφτα λίρες και τις έριξε μέσα στα θεμέλια και ρίξανε μπετά»
(Βαγγέλης Παριανός, 2021)
«Τα δανεικά, για να φανταστείς, ο Νικολάου, όταν πήγαινες και του έλεγες «μπάρμπα-Κώστα, θέλω να κάνω μια δουλειά, θα μου δώσεις δανεικά;»… ο Νικολάου πήγαινε κάτω στο υπόγειο, άνοιγε το μπαούλο, είχε τη σέσουλα που βάζουνε τα φασόλια, τις χαρτοσακούλες τότε, «μια σεσουλιά γύρευες, μιάμιση θα μου φέρεις», έτσι δούλευε»
(Σταμάτης Ανδριανόπουλος, 2021)
«Η γιαγιά μου, γεννημένη το 1906, μού έλεγε ότι μαζί με την αδερφή της, όταν ήταν κοπέλες, παίρνανε το τραμ και πηγαίνανε να πιούνε το αναψυκτικό τους στο Λιμάνι το απόγευμα, ήταν καλοντυμένες, με τα παλτά τους τα ωραία, με τα γούνινα, τα καπέλα τους, παρακολουθούσαν τη μόδα. Ήτανε κοσμοπολίτικο το περιβάλλον, για αυτό και λέμε για το Καρλόβασι ότι το λέγανε «μικρό Παρίσι»
(Μαρία Μαρούκη, 2020)
Ο «προσφυγικός» συνοικισμός και τα αρχοντικά της Ρίβας
Στην περιοχή της Ρίβας ή Όρμου, εκτός από τα ταμπάκικα (βυρσοδεψεία), υπάρχουν δύο οικιστικές ζώνες. Η μια είναι γνωστή ως «συνοικισμός» ή «προσφυγικά». Η δεύτερη είναι η οδός Αγίου Νικολάου, στην οποία δεσπόζουν μέχρι σήμερα τα επιβλητικά αρχοντικά που έχτισαν στις αρχές του περασμένου αιώνα οι πλούσιοι έμποροι, βυρσοδέψες και πολιτικοί του τόπου.
Οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής που κατέφθασαν στο Καρλόβασι εγκαταστάθηκαν εξαρχής και σχεδόν συνολικά στην περιοχή των προσφυγικών ή αλλιώς του συνοικισμού του Όρμου. Οι περισσότεροι απασχολήθηκαν στα εργοστάσια βυρσοδεψίας. Κάποιοι μάλιστα γνώριζαν ήδη τις βυρσοδεψικές τεχνικές. Όσοι δεν γνώριζαν κάποια συγκεκριμένη τεχνική ανέλαβαν τις υπόλοιπες εργασίες, όπως τις μεταφορές των εμπορευμάτων, τα κουβαλήματα και την προμήθεια των πρώτων υλών. Πολλές από τις γυναίκες των προσφυγικών εργάστηκαν ως οικιακοί βοηθοί στα σπίτια των πλουσίων του Καρλοβάσου. Μεταξύ των προσφύγων υπήρχαν και κάποιοι που γνώριζαν επαγγέλματα σχετικά με τη θάλασσα. Αυτοί προτίμησαν να εγκατασταθούν στην περιοχή του λιμανιού και όχι στον συνοικισμό.
Εκτός από τα βυρσοδεψεία, στη Ρίβα υπήρχε κι ένα πλήθος αποθηκών, ένα εργοστάσιο παρασκευής αλευριού, που ανήκε στον Βαλασκατζή, και παλαιότερα ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας που ανήκε στον μεγάλο πολιτικό άνδρα του Καρλοβάσου, Ιωάννη Χατζηγιάννη. Το κλωστοϋφαντουργείο του Χατζηγιάννη δεν ευδοκίμησε και έτσι πολύ σύντομα μετατράπηκε κι αυτό σε χώρο αποθήκευσης, αρχικά καπνών και αργότερα δεψικών υλικών.
Η Ρίβα, με τα «προσφυγικά», τα βυρσοδεψεία, τις αποθήκες, τις τράπεζες, τους πλούσιους και τους φτωχούς της, υπήρξε η πιο θορυβώδης και πολυάνθρωπη γειτονιά του Καρλοβάσου μέχρις ότου ξεπέσει η βυρσοδεψία και μετατοπιστεί το ενδιαφέρον στην πλατεία του Νέου Καρλοβάσου, το οποίο μέχρι και σήμερα θεωρείται το κέντρο των Καρλοβασίων.
Πολύβουη αλλά σκληρή η ζωή στη Ρίβα, ειδικά για τους κατοίκους των προσφυγικών, αφού η φτώχεια σχεδόν επέβαλε ακόμα και την παιδική εργασία. Τα παιδιά είχαν επωμιστεί και την ευθύνη να πηγαίνουν το φαγητό στους γονείς τους που δούλευαν στα βυρσοδεψεία. Η βαριά και ανθυγιεινή δουλειά των βυρσδοδεψεργατών, οι οποίοι ήταν όχι μόνο πρόσφυγες αλλά και ντόπιοι που κατέβαιναν καθημερινά με τα πόδια από τα κοντινά χωριά, όπως η Λέκκα και τα Κοντακαίικα, οδήγησε στη δημιουργία ενός δυναμικού εργατικού κινήματος. Τα εργατικά σωματεία θα δημιουργηθούν στο Καρλόβασι πριν ακόμα από την έλευση των προσφύγων. Το πρώτο, η «Αδελφότης βυρσοδεψών ο Προφήτης Ηλίας», ιδρύεται το 1899 ενώ το 1908 εμφανίζεται η «Αδελφότητα Εργατών βυρσοδεψείων ο Άγιος Παντελεήμων». Το ωράριο εργασίας των βυρσοδεψεργατών λίγο πριν τον 20ό αιώνα ήταν «ήλιο με ήλιο». Τα κύρια προβλήματα των εργατών ήταν κατ’αρχάς η πληρωμή σε είδος. Ο εργάτης αντί για χρήματα πληρωνόταν με προϊόντα που είχε εξασφαλίσει ο εργοδότης από διάφορους καταστηματάρχες. Έτσι, οι εργάτες ήταν αναγκασμένοι να βρουν αγοραστές για να τα πουλήσουν, προκειμένου να πάρουν λεφτά. Επιπλέον, σοβαρό πρόβλημα υπήρξε η υποχρέωση της μάγκας, μια από τις χειρότερες μορφές εκμετάλλευσης, αφού οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι κάθε Κυριακή να δουλεύουν αμισθί έως το μεσημέρι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τα αφεντικά. Επίσης, δεν έλειπε η βοϊδοουρά που χρησιμοποιούσαν τα αφεντικά για σωφρονισμό των εργατών. Τα σωματεία διεκδίκησαν τα δικαιώματα των εργατών και οι συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια του Καρλοβάσου καλυτέρευσαν χάρη στους απεργιακούς αγώνες που πραγματοποιήθηκαν με ορόσημα την απεργία του 1923 και την απεργία του 1927.
Την περιοχή της Ρίβας ή Όρμου του Νέου Καρλοβάσου ολοκληρώνει η οδός Αγίου Νικολάου, η οποία ξεκινάει με τις δύο τράπεζες που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες όχι μόνο των βυρσοδεψών αλλά και όλων των υπόλοιπων κατοίκων του Καρλοβάσου. Σύμφωνα με μαρτυρίες, στην Εθνική Τράπεζα υπήρχε ξεχωριστό ταμείο που εξυπηρετούσε αποκλειστικά τους βυρσοδέψες, αφού αυτοί είχαν τις υψηλότερες καταθέσεις και τις περισσότερες συναλλαγές.
Μετά τις τράπεζες σειρά έχουν τα αρχοντικά των πλουσίων. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των κατοίκων, στην οδό Αγίου Νικολάου υψωνόταν ένα τείχος, μεταξύ των αρχοντικών και των προσφυγικών που χτίστηκε αμέσως μετά την έλευση των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Κάποιοι υποστηρίζουν πως το τείχος υψώθηκε προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της κλοπής και όχι εξαιτίας των προσφύγων. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, το σίγουρο είναι ότι οι δύο αυτές διαφορετικές τάξεις γειτνίαζαν και μάλιστα συχνά γίνονται σχετικές αναφορές στην τοπική λογοτεχνία, όπως, για παράδειγμα, στο μυθιστόρημα Σφαγείο του Καρλοβασίτη Αλέξη Σεβαστάκη, όπου ο ήρωας βλέποντας τη θέα από το μπαλκόνι κάποιου αρχοντικού της Ρίβας συλλογίζεται:
«Το μειονέκτημα αυτού του σπιτιού, όπως έλεγε η Αλκμήνη, είναι που γειτονεύει με τα προσφυγικά»
(Α. Σεβαστάκης, Σφαγείο, σ. 29)
Ακριβώς δίπλα από την οικία του Βλιάμου είναι χτισμένος ο μεγαλόπρεπος ναός του Αγίου Νικολάου, που κάθε Κυριακή οι ενορίτες του, πλούσιοι και φτωχοί. έβαζαν τα καλά τους και εκκλησιάζονταν. Σήμερα δεν είναι λίγοι οι ντόπιοι που αποκαλούν «Βατικανό» την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και «πάπα» τον παπά που λειτουργεί σε αυτή.
Πηγές για τον «προσφυγικό» συνοικισμό και τα αρχοντικά της Ρίβας
Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι
Σάμος, Καρλόβασι
Για την παλιά, πολύβουη ζωή της Ρίβας ο Κώστας Καλατζής γράφει:
«Κι ο μακρύς δρόμος των ταμπάκικων βούιζε. Κίνηση και κοσμοπλακωσιά. Αφεντικά, εργάτες, αγωγιάτες, γραμματικοί, έμποροι, μεσίτες, μηχανικοί, παραγγελιοδόχοι, ασβεστάδες, πιτυκάδες, ξυλάδες, μαραγκοί, χτιστάδες, κιρχανατζήδες, γυναίκες με μπακράτσια και καστανιές , γύφτοι, καβάφηδες και τσαγκάρηδες περιωπής, ανθρωπομάνι ανάκατο, που πήγαινε κι ερχόταν όλο φροντίδα και βιάση»
(Καλατζής, Το Ταμπάκικο, σ. 39-40)
Την ανησυχία για την προβέτζα τη βλέπουμε και στο διήγημα του Νικόλαου Κουτσού Στο λυκόφως ενός Βυρσοδεψείου. Ο συγγραφέας, περιστασιακός εργάτης και ο ίδιος στα βυρσοδεψεία του Καρλοβάσου, παραθέτει στο σαμιακό ιδίωμα τον προβληματισμό του φλεσαδόρου Θανάση προς τον υπεύθυνο του τομέα παραγωγής Λεωνίδα:
«Μια που καθόμαστη τώρα για γιόμα ούλου του προυσουπικό του βυρσοδεψείου σας, άκου Λεουνίδα κι τη δική μ’ γνώμη. Όπους βλέπ’ς κι συ τα κύματα τ’ς θάλασσας που σηκώνει η σημιρινή προυβέτζα βγαίνουν όξου κι όξου κι φτάνουν μέχρις απάνου στου δρόμου. Σα β’να τα κύματα τ’ς θάλασσας χτυπάνη απάν’ στου ντουβάρ’ του ξινιρίσματος. Μάλιστα κάμπουσα απ’ αυτά του χτυπάνη μι τόση δύναμ’ που σείητη κι τρίζ’ συθέμιλα όλου του ξινέρισμα από κάτου ως του πάνου πάτουμα που είνη του στιγνουτήριου. Μέχρι πάνου στα παραθύρια του ξινιρίσματος φτάνουν οι αφροί τ’ς θάλασσας. Ιγώ στα λέου για να λάβητη τα μέτρα σας, προυτού είν’ αργά, μη τυχόν, κ’ φή ώρα που τ’ ακούει, έχουμη τίπουτα παρατράγουδα. Μη ξιχνάς πως η ίδια αυτή η καταραμένη προυβέτζα ξιθιμιλίουση και γκρέμση του μισό μπάτη μι σπίτια, μαγαζά κι ταμπάκικα, που βρίσκουνταν μέχρι πινήντα μέτρα και παραπάν’ πιο μέσα απ’ τ’ σημιρινή παραλία»
(Ν. Κουτσός, (2020), Στο λυκόφως ενός Βυρσοδεψείου, σ.36-37)
Ο Κώστας Καλατζής (2007:118) θυμάται το Άι Νικόλα των παιδικών του χρόνων:
«Ο Άι Νικόλας είχε μια μεγάλη βαθύφωνη καμπάνα στο δεξιό καμπαναριό κι ένα ρολόι. Η καμπάνα δε χτύπαγε με πανηγυρική αιώρηση, αλλά συλλαβιστά, νταν νταν νταν, με τράβηγμα από κάτω του βαριού γλωσσιδιού της. Μας άρεσε, πιτσιρικάδες, ν’ ανεβαίνουμε την ξυλένια σκάλα που έστριβε γύρω απ’ τα συρματόσχοινα με τα μεγάλα βαρίδια του ρολογιού και βγαίνουμε απάνω στην καμπάνα. Μας έπιανε ζάλη. Βρισκόμασταν σε άλλο κόσμο, δικό μας, πάνω από το καθημερινό ανθρωπομάνι. Από κεί πάνω φαινόταν ένα γύρω όλο το Καρλόβασι»
Προφορικές Μαρτυρίες για τον «προσφυγικό» συνοικισμό και τα αρχοντικά της Ρίβας
Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι
Σάμος, Καρλόβασι
«Οι πλούσιοι των βυρσοδεψείων είχαν τα σπίτια τους δίπλα από τα εργοστάσια και ενδιάμεσα υπήρχαν οι πρόσφυγες… οι άνθρωποι αυτοί που ζούσαν στα προσφυγικά, ήταν αυτοί που πήγαιναν στα σπίτια των πλουσίων, τους βοηθούσαν στις δουλειές, στα βυρσοδεψεία κ.λπ., δηλαδή ήταν το εργατικό δυναμικό και, μάλιστα, φθηνό εργατικό δυναμικό»
(Μαρία Μαρούκη, 2020)
«Σε αυτό το σπίτι γεννήθηκα. Το 2024 θα γίνει 100 χρονών. Το 1924 χτιζόνταν το σπίτι μας και ο «συνοικισμός» (τα «προσφυγικά»). Αυτά τα χωράφια τα αγόρασε ο μπαμπάς, από κάποιον Τσαλαπατάνη είναι το οικόπεδο. Το αγόρασε ο μπαμπάς και (δίπλα) χτιζόταν και ο συνοικισμός και είπε μια από το συνοικισμό που χτίζανε τα σπίτια να τους βάλουν μέσα «κοίτα εδώ, αυτοί που έχουν λεφτά τι σπίτια θα κάνουνε κι εμάς πού θα μας βάλουνε». Μου το είπε μια από το «συνοικισμό», έτσι, με παράπονο»
(Ευαγγελία Πρατσινάκη, 2020)
«Τώρα θυμάμαι ότι ο πιο σπουδαίος τεχνίτης εκείνης της εποχής, που είχε και τον τόρνο για όλα αυτά τα μηχανήματα που χρειαζόταν για τις επισκευές κ.λπ. ήταν ο Μαρσέλος, ο οποίος είχε έρθει με τη μικρασιατική καταστροφή, ήτανε πρόσφυγας, όμως ήταν ο κατεξοχήν καλύτερος μάστορας για πάρα πολλά χρόνια. Ήταν αυτός που έτρεχε μέρα-νύχτα, γιατί τα βυρσοδεψεία δουλεύανε 24ωρα, σε 24ωρη βάρδια, έτρεχε παντού μέρα-νύχτα για την οποιαδήποτε ζημιά μπορούσε να πάθει κάποιο μηχάνημα σε εργοστάσιο, ήτανε ο απαραίτητος μάστορας και από αυτόν μάθανε και οι επόμενοι μάστορες, οι επόμενοι τεχνίτες.[…] Πολλοί από αυτούς ήταν ήδη έτοιμοι εργάτες από εκεί. Ήταν γνώστες του αντικειμένου ήδη από εκεί, και αυτό ευνόησε πολύ τα εδώ εργοστάσια»
(Μαρία Μαρούκη, 2021)
«Και οι πρόσφυγες που ήρθανε, είχανε κι αυτοί τρόπους. […]Αυτοί που ήταν από Σμύρνη, από Κωνσταντινούπολη, αυτοί μιλούσαν 3-4 γλώσσες. Μιλούσαν τα ελληνικά, τα τούρκικα, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά… όλες τις γλώσσες τις μιλούσαν γιατί τις μιλούσανε (εκεί που ήταν πριν γίνουν πρόσφυγες). Και τις έβλεπες ήτανε φτωχοντυμένες με κάτι φουστάνες, καλά τότε φορούσε μακριές φουστάνες η Ελλάδα όλη, αλλά δεν ήτανε φουκαριάρες. Ήτανε φουκαριάρες μόνο γιατί τις διώξανε και δεν είχανε κουτάλι να φάνε, δεν είχαν τίποτα»
(Ευαγγελία Πρατσινάκη, 2020)
«Το λιμάνι περισσότερο κατοικήθηκε γύρω στο ’22, υπήρχαν βέβαια τα κτήρια, τα τελωνεία κι αυτά, αλλά δεν ήταν τόπος που κατοικούνταν ιδιαίτερα εκτός από τα κτήρια αυτά που είχαν σχέση με τις εργασίες του λιμανιού. Τα μικρότερα σπίτια και αυτά που χτιστήκανε εκεί ήταν μετά το ’22 όταν ήρθαν Μικρασιάτες κι έχτισαν τα μικρά-μικρά σπίτια κι άρχισε να γίνεται πιο πυκνοκατοικημένο. Αυτοί που ήταν ψαράδες, ναυτικοί, αυτοί που είχαν σχέση με τους ταρσανάδες σαν εργάτες κ.λπ. αυτοί πήγαν και κατοίκησαν εκεί γιατί εκεί ήτανε το μέρος που θα μπορούσαν να δουλέψουν περισσότερο, όπως για παράδειγμα οι βουτηχτές, βουτηχτάδες που τους λέγανε, αυτοί που βουτούσαν μέσα και καθάριζαν από κάτω τα σκαριά, στη θάλασσα τα καΐκια κ.λπ., άλλοι που κάνανε διάφορες εργασίες συντήρησης στα καΐκια κι αυτά, τους βόλευε εκεί περισσότερο να είναι»
(Μαρία Μαρούκη, 2020)
«Στα «προσφυγικά» είχε πολύ κόσμο, φτωχός κόσμος, άλλοι δουλεύανε στα βυρσοδεψεία, άλλοι όχι. Πολλά παιδιά. Άλλος είχε 12, άλλος είχε 7, άλλος είχε 9. Πολλά παιδιά. […] Εδώ είχαμε 25 εργοστάσια. Ορισμένα εργοστάσια τα έχω φτιάξει πάνω εγώ τις κεραμοσκεπές. Όλες τις κεραμοσκεπές εγώ τις έχω φτιάξει. Άλλα γκρεμίσανε, άλλα πεθάνανε (οι ιδιοκτήτες). Σε αυτό το κομματάκι εδώ μπροστά δουλεύανε 3000 άτομα»
(Δημήτρης Σιδεράτος, 2021)
«Δουλεύω από 12 χρονών. Ήτανε φτώχεια. Εγώ έκανα τρεις δουλειές. Δούλευα το πρωί στον Κιρχανά (περιοχή όπου δούλευαν όσοι ασχολούνταν με την παρασκευή τούβλων), που κάναμε τούβλα, το απόγευμα πούλαγα γιαούρτια και το βράδυ, εκεί που είναι τώρα το Κέντρο Υγείας, ήταν ένα καφενείο που έπαιζε καραγκιόζη ο Αβραάμ και πήγαινα και πούλαγα φιστίκια. Ήτανε το καφενείο του Δεσποίνη αλλά δεν κράτησε πολύ καιρό. Μετά το πήρε ο Πίττας κι έκανε εστιατόριο»
(Δημήτρης Σιδεράτος, 2021)
«Έτρωγαν εκεί. Το φαί ήταν μισή ώρα. Μισή ώρα καθόσουνα. Πηγαίνανε τα παιδιά φαί στους γονείς. Κι εγώ πήγαινα φαγητό στον πατέρα μου»
(Δημήτρης Σιδεράτος, 2021)
«Δουλεύανε 24ωρο, εγώ θυμάμαι πιτσιρικάς, μέναμε σε ένα σπίτι εδώ που είναι του Χατζηκώστα το σούπερ μάρκετ, κάπου εκεί, όταν άλλαζε η βάρδια, δύο βάρδιες ήτανε, οι άνθρωποι 12 η ώρα πεινούσαν κι έπρεπε να του πάμε φαί. Είχαμε μια σκύλα, τη λέγαμε Αλατζού, την έστελνε και της έλεγε «πήγαινε σπίτι να φέρεις τον μικρόνε να με φερ φαί». Ερχότανε σπίτι, έκανε γαβ γαβ, με ξύπναγε η μάνα μου 12 η ώρα τη νύχτα, να μου βάλει την καστανιά, τι είχε εκεί, να πιάσω τον σκύλο από δω να με τραβάει αφού κοιμόμουνα, να με φέρει εδώ κι από εδώ να με ξαναγυρίσει σπίτι»
(Σταμάτης Ανδριανόπουλος, 2021)
«Το ’57, ήμουνα πιτσιρίκος, στις 9 η ώρα το πρωί, από το εργοστάσιό μας… εάν έβλεπες από τη δεξιά μεριά, πώς είναι τα μυρμήγκια που περπατάν, έτσι ήταν οι εργάτες 9 η ώρα που τρώγανε το πρωί, «γιόμα» το λέγανε, και ήτανε γεμάτο, ένα μαύρο πράγμα. Θυμάμαι πολλά εργοστάσια. Θυμάμαι από το κάτω μέρος που ήτανε, του Βεργή, πάρα πολλά εργοστάσια, τα οποία μετά από μια προβέτζα, δηλαδή μια μεγάλη φουρτούνα, γκρεμίσανε. Θυμάμαι είχαμε το από κάτω εργοστάσιο, στη θάλασσα, το οποίο το είχαμε μισό-μισό με τα ξαδέρφια μου […] Εγώ δεν ήθελα να το δώσω και μου ‘κανε (ο πατέρας μου) «απ’ κατ’ απ’ το δρόμο είναι της θάλασσας» και μου έλεγε «δωσ’ το». Δεν το μετάνιωσα γιατί τον άκουσα και το ‘δωσα»
(Βαγγέλης Παριανός, 2021)
«Να σκεφτείς ότι εγώ θυμάμαι τις τράπεζες, τώρα θα μιλάμε για το ’65 να ‘τανε, θυμάμαι Εμπορική και Εθνική στον Όρμο. Τα κτήρια υπάρχουνε. Όλα τα καλά κτήρια υπήρχανε στον Όρμο. Και η βυρσοδεψία έδινε ζωή, μεγάλη ζωή έδινε στο Καρλόβασι. […] εγώ θυμάμαι τους βυρσοδέψες για να πάνε στην τράπεζα έπρεπε να βάλουν τα κοστούμια τους, όχι όπως ήταν στο εργοστάσιο»
(Βαγγέλης Παριανός, 2021)
«Για τους κλέφτες το κάνανε. Δεν το είχαν κάνει για να μην μπαίνει ο φτωχός και να έρχεται σε επαφή με τον πλούσιο. Αυτές τις ιστορίες τις βγάλανε αργότερα […] Αυτοί που ήρθαν πρόσφυγες δεν κλέβανε. Δεν μας πειράξαν πράγμα»
(Ευαγγελία Πρατσινάκη, 2020)
Αστρουλάκης, Νικήτας. (1926). «Το άσυλον των λεπρών Σάμου», Σαμιακή Στοά, τ.Α’, (επιμ.) Θεοσεβεία Βεργή, Καρλόβασι.
Βακιρτζής, Ιωάννης. (2005). Ιστορία της Ηγεμονίας Σάμου 1834-1912, Αθήνα.
Βαρβούνης, Μανόλης. (2018). «Η λέπρα στη Σάμο: Από την παραδοσιακή ιατρική στην επιστημονική αντιμετώπιση», Πρακτικά Πανελλήνιου Επιστημονικού Συνεδρίου, Αθήνα, 7-11 Μαρτίου 2012, Λαϊκή Ιατρική και Ιατρική Επιστήμη. Σχέσεις Αμφίδρομες, τ. Β’, σσ. 379-399, Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
Δαμιανίδης, Κώστας. (2004). «Προφορικές μαρτυρίες για την ξυλοναυπηγική στη Σάμο», Καλοκαιρινές Σαμιακές Συναντήσεις, σ. 196-208.
Δημητρίου, Νικόλαος. (1979). Ιστορία της Σάμου, Αθήνα: Εκτύπωσις «ήρα».
Δημητρίου, Νικόλαος. (1985). Λαογραφικά της Σάμου, τ. 2, Αθήνα: Ν. Δημητρίου.
Δημητρίου, Νικόλαος. (1987). Λαογραφικά της Σάμου, Αλκιβιάδης Δημητρίου (επιμ.), τ. 4, Αθήνα.
Δημητρίου, Νικόλαος. (1996). Λαογραφικά της Σάμου 7, Λεξικό του Γλωσσικού Σαμιακόυ Ιδιώματος, Αθήνα.
Έθιμα και Παραδόσεις στο Καρλόβασι και στα περίχωρα. (2007). Τ.Ε.Ε. –ΕΠΑ.Λ. Καρλοβάσου.
Ζαφείρης, Γιάννης. (1977). Λογοθέτης Λυκούργος. Ο Μεγάλος Σαμιώτης Αρχηγός του 1821, Αθήνα.
Θρασυβούλου, Δημήτρης. (2007). «Ο εμφύλιος στη δυτική Σάμο. Το επεισόδιο της Λέκας, Μάιος 1946», στο Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων & Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Σάμου.
Καλατζής, Κώστας. (1992)[1990]. Το ταμπάκικο, Αθήνα: ΠΙΤΣΙΛΟΣ.
Καλατζής, Κώστας. (2007). «Πρόσωπα και τόποι του χθεσινού Νέου Καρλοβάσου», Πρακτικά συνεδρίου Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο, Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Σάμου, σσ. 107-139.
Καλομοίρη, Χαρά. (1997). «Η γέννηση ενός φεστιβάλ», στο Ο Μανώλης Καλομοίρης και η ελληνική μουσική, Σάμος: Φεστιβάλ «Μανώλης Καλομοίρης».
Καραθανάσης, Κώστας. (1995). Γεώργιος Κλεάνθης. Ο Σαμιώτης Εθνικός Βάρδος, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.
Κεντούρης, Αλέξανδρος. (1939). «Η Βυρσοδεψία εν Σάμω», στο Σαμιακόν Ημερολόγιον, Αθήναι, σσ. 56-63.
Κιλουκιώτης, Ιωάννης. (2020). «Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι της Σάμου» (www.samosin.gr 14/4/20).
Κλουβάτος, Κ. Δημήτριος. (2006). Σαμιακά Πεπραγμένα, τ. 1, βιβλίο τρίτο: Το Αμπέλι/κρασί της Σάμου, Καρλόβασι.
Κόγιας, Ντίνος. (2000). Τροχιόδρομος Καρλοβασίων Σάμου (1905-1939), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων.
Κόγιας, Ντίνος. (2004). «Οι μαστόροι του Πηλού στη Σάμο (1870-1970)», στο Καλοκαιρινές Σαμιακές Συναντήσεις, Α. Σφοίνη (επιμ.), Αθήνα.
Κόμης, Κώστας. (2014). «Η λέπρα στη Σάμο (19ος – 20ος αιώνας)», Πρακτικά Συνεδρίου (Σάμος, 2-4 Νοεμβρίου 2012), Από την αυτονομία στο εθνικό κράτος. Η ενσωμάτωση της Σάμου στην Ελλάδα, σσ. 233-266, Σάμος: Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Σάμου.
Κουρέρης, Γεώργιος. (2013). Η ιατρική στη Σάμο κατά την περίοδο της Ηγεμονίας (1834-1912), Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή.
Κουτσός, Νικόλαος. (2020). Στο λυκόφως ενός Βυρσοδεψείου, Πειραιάς.
Κρητικίδης, Εμμανουήλ. (1867). Αρχαιολογία. Αρχαίοι ναοί της Σάμου μετ’ ανακαλυφθεισών επιγραφών, Σύρος: Τύποις Ρ. Πρίντεζη
Κρητικίδης, Εμμανουήλ. (1870). Πραγματεία περί της ερημώσεως και του συνοικισμού της Σάμου, Σύρος: Τύποις Ρ. Πρίντεζη
Κροκίδης, Δημήτρης. (1999). «Μια προσπάθεια για την καταγραφή των βυρσοδεψείων στο Καρλόβασι της Σάμου», Τεχνολογία. Ενημερωτικό δελτίο πολιτιστικού τεχνολογικού ιδρύματος ελληνικής τράπεζας βιομηχανικής αναπτύξεως, τεύχος 9, σσ. 24-26.
Νόου, Νίκος. (1976). Σάμος, η γη μας. Ιστορία, Χρονικό, Φωτογραφία – Τουρισμός
Οικονόμου, Ανδρομάχη. (1994). «Σημείωμα για τη βυρσοδεψία στη Σάμο», Σαμιακές Μελέτες, τ. Α’, Αθήνα: Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», σσ. 189-192.
Παπακωνσταντίνου, Θανάσης (επιμ.). (1999). Τα βυρσοδεψεία και το Καρλόβασι, Λύκειο Καρλοβάσου, Ομάδα μαθητών, Καρλόβασι.
Ρίτσου, Έρη. (2007). «Ο Γιάννης Ρίτσος στο Καρλόβασι», στο Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων & Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Σάμου.
Σεβαστάκης, Αλέξης. (1979). Σφαγείο (μυθιστόρημα), Αθήνα: Θεμέλιο.
Σεβαστάκης, Αλέξης. (1995). Ιστορικά Νέου Καρλοβάσου Σάμου 1768-1840, Αθήνα: Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου».
Σταματιάδης, Επαμεινώνδας. (1970). Σαμιακά. Ιστορία της Σάμου. Από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι το 1890, τ. Δ’, Αθήνα: Ιωάννης Σοφούλης.
Τσέλαλη, Γιώτα. (1998). «Η σαμιακή βυρσοδεψία», Καθημερινή, Αφιέρωμα Επτά Ημέρες, 9/8/1998, σσ. 21-22.
Χατζηγεωργίου, Σταύρος. (2002). Συνδικάτα. Το εργατικό κίνημα των βυρσοδεψεργατων Καρλοβάσου Σάμου 1899-1947, Αθήνα: υπερόριος.
Χουσνή, Έλενα. (2018). Καταραμένες Πολιτείες, Αθήνα: Κύφαντα.
Psaropoulou, Betty. (1986). Last Potter of the east Aegean, Nauplion: Peloponnesian Folklore Foundation.
- Σταμάτης Ανδριανόπουλος
- Πάτρα Βαθιώτη
- Σταματία Βαθιώτη
- Χρυσούλα Βακάκη
- Χρήστος Βαρβατές
- Ευτυχία Γιοβάνη
- Δημήτρης Θρασυβούλου
- Πόπη Καλησπέρη
- Ειρήνη Καπώλη-Φοροπούλου
- Δέσποινα Κελεμπέση
- Χαράλαμπος Κοτζαμάνης
- Νικήτας Κυπαρίσσης
- Μανώλης Κυριαζής
- Εμμανουέλα Μακρή-Βαθιώτη
- Μαριγούλα Μακρή
- Στέλιος Μακρής
- Μαρία Μαρούκη
- Μανώλης Ματθαίου
- Φώτης Ματθαίου
- Σταυρίτσα Μιχαλιού
- Ρένα Παντελόγλου-Σταματάκη
- Μαρία Παπακωνσταντίνου
- Βαγγέλης Παριανός
- Ευαγγελία Πρατσινάκη
- Σαρηγιάννη Μάτα
- Δημήτρης Σιδεράτος
- Στέλιος Σιδηρουργός
- Καλλιόπη Σταύρου
- Κώστας Σταύρου
- Ανδρέας Τσουκαλάς
- Χρυσάνθη Χριστοδούλου