Νησί :Σάμος
Οικισμός :Καρλόβασι

Η Βυρσοδεψία στο Καρλόβασι

1

Το Μουσείο Βυρσοδεψίας

Το Μουσείο Βυρσοδεψίας στο Καρλόβασι της Σάμου δημιουργήθηκε το 2009 και στεγάζεται στο κτήριο Ταλαμπέκος-Συναδινός, που λειτούργησε ως εργοστάσιο βυρσοδεψίας από τις αρχές του 20ου αιώνα. Το κτήριο, το οποίο σήμερα ανήκει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, παραχωρήθηκε στον Δήμο Δυτικής Σάμου (πρώην Δήμος Καρλοβασίου) για τις ανάγκες της μόνιμης έκθεσης.
Οι Καρλοβασίτες θεωρούν τα εργοστάσια βυρσοδεψίας (αλλιώς ταμπάκικα) αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής τους ταυτότητας. Αρκετοί θυμούνται ακόμα τα βυρσοδεψεία όσο ακόμα λειτουργούσαν, αφού είτε ζούσαν κοντά σε αυτά είτε τα επισκέπτονταν με το σχολείο για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Θυμούνται ακόμα και τις μυρωδιές και τους έντονους ήχους που έκαναν οι τεράστιες βαρέλες ή τα κάρα των αραμπάδων.
Τα βυρσοδεψεία συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της σύγχρονης ταυτότητας των κατοίκων του Καρλοβάσου. Παρείχαν θέσεις εργασίας και έφεραν πλούτο στον τόπο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αστική τάξη που χρηματοδότησε την ανέγερση σχολείων στα οποία μπορούσαν να φοιτήσουν όλα τα παιδιά ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση των γονέων.
Ο ισχυρός σεισμός που σημειώθηκε στη Σάμο στις 30 Οκτωβρίου του 2020 προκάλεσε πλήθος ζημιών, με τις περισσότερες από αυτές να εντοπίζονται στην περιοχή των Ταμπάκικων, αφού τα περισσότερα παλιά βυρσοδεψεία ήταν εγκαταλελειμμένα και αφημένα στην τύχη τους. Το κτήριο του μουσείου ήταν από τα λίγα που δεν υπέστη καμία απολύτως φθορά.
Σήμερα, οι επισκέπτες του μουσείου μπορούν να περιηγηθούν στον χώρο και να πάρουν πληροφορίες για τη βυρσοδεψία από την αρχαιότητα έως τα μέσα του 20ου αιώνα, περίοδο σταδιακής κάμψης του επαγγέλματος, τα στάδια κατεργασίας των δερμάτων, την οργάνωση των βυρσοδεψείων και τέλος την εκβιομηχάνισή τους στο Καρλόβασι. Μπορούν να δουν επίσης μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν στα εργοστάσια βυρσοδεψίας, μικρότερα εργαλεία απαραίτητα για την κατεργασία των δερμάτων, σφραγίδες για τα επεξεργασμένα σολοδέρματα αλλά και σημαντικά έγγραφα οικονομικού περιεχομένου.
Τεκμήρια :


2

Τα βυρσοδεψεία του Καρλοβάσου

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η ανάπτυξη της βυρσοδεψίας στο Καρλόβασι υπήρξε καθοριστική για την οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική διαμόρφωση του τόπου. Το Καρλόβασι θα μετατραπεί από κεφαλοχώρι σε μία ακμάζουσα εμπορική πόλη, που, χάρη στην ανάπτυξη της βιομηχανίας της βυρσοδεψίας, θα διαθέτει ισχυρή οικονομική και πολιτική δύναμη, ικανή να καθορίζει ακόμα και την τύχη των ηγεμόνων στην περίοδο της Ηγεμονίας της Σάμου (1834-1912). Ο πλούτος που προέκυψε από την εξαγωγή των φημισμένων σαμιώτικων σολοδερμάτων οδήγησε στην ανάπτυξη μιας αστικής τάξης που άλλαξε την μορφή του τόπου. Ανέλαβε την ανοικοδόμηση σημαντικών κτηρίων και τη χρηματοδότηση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Συνέβαλε επίσης στην ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών και γενικότερα στη μεταμόρφωση του Καρλοβάσου σε μια πόλη που σταδιακά εναρμονίστηκε στα πρότυπα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών όσον αφορά στην οικονομική της ανάπτυξη αλλά και την πολιτιστική φυσιογνωμία της.

Τα βυρσοδεψεία, αλλιώς ταμπάκικα, αναπτύσσονται στο Καρλόβασι κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, στην περιοχή της Ρίβας ή Όρμου. Η επιλογή του τόπου δεν ήταν τυχαία. Η Ρίβα αφενός μεν πρόσφερε το θαλασσινό νερό και τον αέρα, στοιχεία απαραίτητα για την επεξεργασία των δερμάτων, και αφετέρου ήταν όρμος κατάλληλος για να αγκυροβολούν τα καΐκια με τα οποία γίνονταν οι εξαγωγές δερμάτων.

Ως πρώτος βυρσοδέψης του Καρλοβάσου αναφέρεται ο Παναγιώτης Βάσου από το Άργος. Την προσπάθεια του φαίνεται ότι μιμήθηκαν και άλλοι Καρλοβασίτες, που ίδρυσαν μικρά βυρσοδεψεία. Τα πρώτα μεγάλα βυρσοδεψεία ιδρύονται στο Καρλόβασι στα τέλη του 19ου αιώνα. Μάλιστα, συμπίπτουν χρονικά με την παρακμή της βυρσοδεψίας στη Σύρο, του μέχρι τότε σημαντικότερου βυρσοδεψικού κέντρου της ανατολικής Μεσογείου. Πάντως, πριν από την εμφάνιση της βυρσοδεψίας στη Σάμο, η εμπορική και ναυτική δραστηριότητα υπήρξε έντονη στο Νέο Καρλόβασι, γεγονός που συντέλεσε στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης ζώνης αποθηκών, μαγαζιών και εργαστηρίων στην παράκτια ζώνη της Ρίβας.

Τα βυρσοδεψεία του Καρλοβάσου θα γνωρίσουν μεγάλη κρίση το 1912, καθώς η ένωση του νησιού με την Ελλάδα θα επιβάλει οικονομικά βάρη, τα οποία η σαμιακή βυρσοδεψία δεν ήταν έτοιμη να επωμιστεί. Ωστόσο, θα καταφέρει να επιβιώσει και μάλιστα θα ακμάσει μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξαιτίας του αποκλεισμού του Πειραιά από τους συμμάχους το 1917. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αρχίζει η πτωτική τάση της βυρσοδεψίας του Καρλοβάσου. Μάλιστα, κάποιοι από τους κατοίκους φέρουν ακόμα μνήμες από την παρουσία των Γερμανών κατακτητών στον τόπο τους, οι οποίοι δέσμευαν όλο το εμπόρευμα των εργοστασίων.

Η πτώση της βυρσοδεψίας και ο εκσυγχρονισμός με μηχανήματα όσων εργοστασίων διατηρήθηκαν, οδήγησαν σε παρακμή ή ακόμα και στη σταδιακή τους εξάλειψη ορισμένα επαγγέλματα που σχετίζονταν έμμεσα με τα βυρσοδεψεία, όπως για παράδειγμα οι τσαγκάρηδες, οι βαρελάδες και κυρίως οι μεταφορείς εμπορευμάτων και πρώτων υλών. Παρά την μείωση του αριθμού των εργοστασίων βυρσοδεψίας, αφού πολλά από αυτά χρεοκόπησαν και έκλεισαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, από τη δεκαετία του ’70 παρατηρείται μια σχετική άνθιση. Η ζήτηση αυξάνει και τα υπάρχοντα, εκσυγχρονισμένα πλέον βυρσοδεψία, που φαίνονται έτοιμα να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς, εξελίσσονται σε υπολογίσιμη βιομηχανική δύναμη. Άλλωστε όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι βυρσοδέψες «…η βυρσοδεψία έδινε ζωή, μεγάλη ζωή έδινε στο Καρλόβασι».

Σύμφωνα με τους τελευταίους βυρσοδέψες που ζουν ακόμα οι λόγοι που οδήγησαν σε οριστικό κλείσιμο τα εργοστάσια βυρσοδεψίας στο Καρλόβασι στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν καταρχάς η απροθυμία των νεότερων γενιών να συνεχίσουν το επάγγελμα, αφού παρά τον εκσυγχρονισμό του, εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα κοπιαστικό και απαιτητικό. Παράλληλα, το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για επενδύσεις στον τουρισμό οδήγησε στη σταδιακή διακοπή των εργοστασίων, τα οποία παρά τη λειτουργία του βιολογικού-βιοχημικού καθαρισμού εξακολουθούσαν να ρυπαίνουν τη θάλασσα.

Σήμερα, στο Καρλόβασι, δεν λειτουργεί πλέον κανένα εργοστάσιο βυρσοδεψίας. Ο ισχυρός σεισμός της 30ης Οκτωβρίου του 2020 προκάλεσε δυστυχώς την πλήρη κατάρρευση ορισμένων βυρσοδεψείων ή την ανεπανόρθωτη ζημιά σε άλλα, γεγονός που οδήγησε στην αναγκαστική κατεδάφισή τους λόγω επικινδυνότητας, αλλάζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την χωροταξία του τόπου.

Δείτε Περισσότερα:

Δήμος Δυτικής Σάμου

Μουσείο Βυρσοδεψίας

Τεκμήρια :


3

Το βυρσοδεψείο του Νικολάου και το ιππήλατο τραμ

Το πιο γνωστό βυρσοδεψείο στην περιοχή της Ρίβας ήταν το εργοστάσιο του Γεωργίου Κ. Νικολάου. Οι εργασίες κατασκευής του κράτησαν πολλά χρόνια και τελικά λειτούργησε για πρώτη φορά το 1912. Ήταν το μεγαλύτερο και το πιο σύγχρονο της εποχής του. Οι σύγχρονοι κάτοικοι του Καρλοβάσου θυμούνται ακόμα την οικογένεια Νικολάου.
Υπήρξε περίοδος που το εργοστάσιο απασχολούσε 120 εργάτες και η ετήσια παραγωγή του άγγιζε τους 190-260 τόνους. Ο Νικολάου παρήγαγε διάφορες ποιότητες δέρματος, όπως σολοδέρματα, βακέτες, ιμάντες κίνησης μηχανών, δέρματα για έπιπλα κ.ά. Μέχρι και σήμερα ακόμα αποκαλείται «πατέρας της βυρσοδεψίας» στο Καρλόβασι. Μάλιστα, χάρη στην έντοκη χρηματοδότηση που πρόσφερε σε όσους ήθελαν να δημιουργήσουν κάποιο εργοστάσιο βυρσοδεψίας, κατάφερε να μετατρέψει την Ρίβα σε βιομηχανική περιοχή, με τα εργοστάσια δέρματος να φτάνουν τα σαράντα σε αριθμό, άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα.
Ο Νικολάου για τους ντόπιους έχει μετατραπεί πλέον σε θρύλο και πλήθος ιστοριών συνεχίζονται να λέγονται γύρω από τη δράση του. Η επιχείρηση έφτασε στην μεγαλύτερη ακμή της την εποχή του γιου του Γεωργίου Νικολάου, του Κωνσταντίνου Γ. Νικολάου, ο οποίος εξόπλισε το εργοστάσιο με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα της εποχής. Ο Κωνσταντίνος Νικολάου ακολούθησε με αφοσίωση το παράδειγμα του πατέρα του και μάλιστα συνέχισε την ίδια τακτική χρηματικής ενίσχυσης όσων ήθελαν να ανοίξουν το δικό τους βυρσοδεψείο.
Το φημισμένο εργοστάσιο κλείνει οριστικά το 1970, αφού τα μεταπολεμικά δάνεια που αναγκάστηκαν να πάρουν οι συνεχιστές της επιχείρησης παρέμειναν ακάλυπτα λόγω του πληθωρισμού, των επιτοκίων και του αυξανόμενου ανταγωνισμού. Σήμερα, το κτήριο εξακολουθεί να θεωρείται ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα, το οποίο λόγω της θέσης του, δίπλα στη θάλασσα, έχει σχεδόν απορροφηθεί από αυτήν. Άλλωστε, όπως έλεγαν και οι παλαιοί Καρλοβασίτες για τα κτήρια που βρίσκονταν κάτω από τον δρόμο, δηλαδή από τη μεριά της θάλασσας, «απ’ κατ’ απ’ το δρόμο είν’ τς θάλασσας».
Λίγα μέτρα πιο κάτω από το βυρσοδεψείο του Νικολάου, στην αποθήκη εύφλεκτων υλικών βρισκόταν το τέρμα της εμπορικής γραμμής του ιππήλατου τραμ Καρλοβάσου.
Το Καρλόβασι ήταν μια από τις λίγες πόλεις της Ελλάδας που ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα διέθεταν τραμ. Η έντονη εμπορική δραστηριότητα και η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας της βυρσοδεψίας από το 1890 οδήγησαν στον σχεδιασμό ενός μεταφορικού μέσου που διευκόλυνε κατ’ αρχάς τις μεταφορές των εμπορευμάτων. Ταυτόχρονα βέβαια εξυπηρετούσε και τις ανάγκες της νέας ανερχόμενης αστικής τάξης που επιθυμούσε να μιμηθεί τον τρόπο ζωής των δυτικών κοινωνιών με τις οποίες ερχόταν σε επαφή λόγω των εμπορικών σχέσεων, όπως για παράδειγμα το Παρίσι.
Το ιππήλατο τραμ κατάφερε να ελαχιστοποιήσει τον χρόνο μεταφοράς των εμπορευμάτων και να διευκολύνει τη μετακίνηση των ντόπιων, αφού οι αποστάσεις μεταξύ των τριών Δήμων (Νέο-Μεσαίο-Παλαιό Καρλόβασι) ήταν μεγάλες. Η διεύθυνση της κατασκευής του είχε ανατεθεί στον Άγγλο μηχανικό και εργοστασιάρχη της Σμύρνης Κάρολο Γκάλυ ενώ τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 25 Σεπτεμβρίου του 1905. Η πρώτη γραμμή, δηλαδή η επιβατική, ξεκινούσε από το αμαξοστάσιο που βρισκόταν στο Λιμάνι, διέσχιζε παραλιακά το Μεσαίο Καρλόβασι, έστριβε από τις Καμάρες στο καφενείο του Μπάτη (πλέον έχει γκρεμιστεί), διέσχιζε την οδό των αρχοντικών (οδός Αγίου Νικολάου), έφτανε στην περιοχή «Πευκάκια» και τερμάτιζε μπροστά στην Παναγίτσα (Παναγία Μυρτιδιώτισσα) του Νέου Καρλοβάσου. Η δεύτερη γραμμή, που μετέφερε τα εμπορεύματα, συνέχιζε ευθεία, χωρίς να στρίψει στις Καμάρες, διασχίζοντας τα ταμπάκικα.
Το ιππήλατο τραμ του Καρλοβάσου θα εκτελέσει τα τελευταία του δρομολόγια τον Οκτώβριο του 1939, αφού στις 16 Αυγούστου του 1939, η χήρα του ιδιοκτήτη του τραμ Δημήτριου Χατζιδάκη, Ουρανία Χατζιδάκη, μαζί με την συνιδιοκτήτρια Λίνα Ταμβακίδου θα συνυπογράψουν με το Ελληνικό Δημόσιο σύμβαση διάλυσης του τροχιόδρομου Καρλοβασίων.
Τεκμήρια :


4

Ο «προσφυγικός» συνοικισμός και τα αρχοντικά της Ρίβας

Στην περιοχή της Ρίβας ή Όρμου, εκτός από τα ταμπάκικα (βυρσοδεψεία), υπάρχουν δύο οικιστικές ζώνες. Η μια είναι γνωστή ως «συνοικισμός» ή «προσφυγικά». Η δεύτερη είναι η οδός Αγίου Νικολάου, στην οποία δεσπόζουν μέχρι σήμερα τα επιβλητικά αρχοντικά που έχτισαν στις αρχές του περασμένου αιώνα οι πλούσιοι έμποροι, βυρσοδέψες και πολιτικοί του τόπου.

Οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής που κατέφθασαν στο Καρλόβασι εγκαταστάθηκαν εξαρχής και σχεδόν συνολικά στην περιοχή των προσφυγικών ή αλλιώς του συνοικισμού του Όρμου. Οι περισσότεροι απασχολήθηκαν στα εργοστάσια βυρσοδεψίας. Κάποιοι μάλιστα γνώριζαν ήδη τις βυρσοδεψικές τεχνικές.  Όσοι δεν γνώριζαν κάποια συγκεκριμένη τεχνική ανέλαβαν τις υπόλοιπες εργασίες, όπως τις μεταφορές των εμπορευμάτων, τα κουβαλήματα και την προμήθεια των πρώτων υλών. Πολλές από τις γυναίκες των προσφυγικών εργάστηκαν ως οικιακοί βοηθοί στα σπίτια των πλουσίων του Καρλοβάσου. Μεταξύ των προσφύγων υπήρχαν και κάποιοι που γνώριζαν επαγγέλματα σχετικά με τη θάλασσα. Αυτοί προτίμησαν να εγκατασταθούν στην περιοχή του λιμανιού και όχι στον συνοικισμό.

Εκτός από τα βυρσοδεψεία, στη Ρίβα υπήρχε κι ένα πλήθος αποθηκών, ένα εργοστάσιο παρασκευής αλευριού, που ανήκε στον Βαλασκατζή, και παλαιότερα ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας που ανήκε στον μεγάλο πολιτικό άνδρα του Καρλοβάσου, Ιωάννη Χατζηγιάννη. Το κλωστοϋφαντουργείο του Χατζηγιάννη δεν ευδοκίμησε και έτσι πολύ σύντομα μετατράπηκε κι αυτό σε χώρο αποθήκευσης, αρχικά καπνών και αργότερα δεψικών υλικών.

Η Ρίβα, με τα «προσφυγικά», τα βυρσοδεψεία, τις αποθήκες, τις τράπεζες, τους πλούσιους και τους φτωχούς της, υπήρξε η πιο θορυβώδης και πολυάνθρωπη γειτονιά του Καρλοβάσου μέχρις ότου ξεπέσει η βυρσοδεψία και μετατοπιστεί το ενδιαφέρον στην πλατεία του Νέου Καρλοβάσου, το οποίο μέχρι και σήμερα θεωρείται το κέντρο των Καρλοβασίων.

Πολύβουη αλλά σκληρή η ζωή στη Ρίβα, ειδικά για τους κατοίκους των προσφυγικών, αφού η φτώχεια σχεδόν επέβαλε ακόμα και την παιδική εργασία. Τα παιδιά είχαν επωμιστεί και την ευθύνη να πηγαίνουν το φαγητό στους γονείς τους που δούλευαν στα βυρσοδεψεία. Η βαριά και ανθυγιεινή δουλειά των βυρσδοδεψεργατών, οι οποίοι ήταν όχι μόνο πρόσφυγες αλλά και ντόπιοι που κατέβαιναν καθημερινά με τα πόδια από τα κοντινά χωριά, όπως η Λέκκα και τα Κοντακαίικα, οδήγησε στη δημιουργία ενός δυναμικού εργατικού κινήματος. Τα εργατικά σωματεία θα δημιουργηθούν στο Καρλόβασι πριν ακόμα από την έλευση των προσφύγων. Το πρώτο, η «Αδελφότης βυρσοδεψών ο Προφήτης Ηλίας», ιδρύεται το 1899 ενώ το 1908 εμφανίζεται η «Αδελφότητα Εργατών βυρσοδεψείων ο Άγιος Παντελεήμων». Το ωράριο εργασίας των βυρσοδεψεργατών λίγο πριν τον 20ό αιώνα ήταν «ήλιο με ήλιο».  Τα κύρια προβλήματα των εργατών ήταν κατ’αρχάς η πληρωμή σε είδος. Ο εργάτης αντί για χρήματα πληρωνόταν με προϊόντα που είχε εξασφαλίσει ο εργοδότης από διάφορους καταστηματάρχες. Έτσι, οι εργάτες ήταν αναγκασμένοι να βρουν αγοραστές για να τα πουλήσουν, προκειμένου να πάρουν λεφτά. Επιπλέον, σοβαρό πρόβλημα υπήρξε η υποχρέωση της μάγκας,  μια από τις χειρότερες μορφές εκμετάλλευσης, αφού οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι κάθε Κυριακή να δουλεύουν αμισθί έως το μεσημέρι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τα αφεντικά. Επίσης, δεν έλειπε η βοϊδοουρά που χρησιμοποιούσαν τα αφεντικά για σωφρονισμό των εργατών. Τα σωματεία διεκδίκησαν τα δικαιώματα των εργατών και οι συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια του Καρλοβάσου καλυτέρευσαν χάρη στους απεργιακούς αγώνες που πραγματοποιήθηκαν με ορόσημα την απεργία του 1923 και την απεργία του 1927.

Την περιοχή της Ρίβας ή Όρμου του Νέου Καρλοβάσου ολοκληρώνει η οδός Αγίου Νικολάου, η οποία ξεκινάει με τις δύο τράπεζες που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες όχι μόνο των βυρσοδεψών αλλά και όλων των υπόλοιπων κατοίκων του Καρλοβάσου. Σύμφωνα με μαρτυρίες, στην Εθνική Τράπεζα υπήρχε ξεχωριστό ταμείο που εξυπηρετούσε αποκλειστικά τους βυρσοδέψες, αφού αυτοί είχαν τις υψηλότερες καταθέσεις και τις περισσότερες συναλλαγές.

Μετά τις τράπεζες σειρά έχουν τα αρχοντικά των πλουσίων.  Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των κατοίκων, στην οδό Αγίου Νικολάου υψωνόταν ένα τείχος, μεταξύ των αρχοντικών και των προσφυγικών που χτίστηκε αμέσως μετά την έλευση των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Κάποιοι υποστηρίζουν πως το τείχος υψώθηκε προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της κλοπής και όχι εξαιτίας των προσφύγων. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, το σίγουρο είναι ότι οι δύο αυτές διαφορετικές τάξεις γειτνίαζαν και μάλιστα συχνά γίνονται σχετικές αναφορές στην τοπική λογοτεχνία, όπως, για παράδειγμα, στο μυθιστόρημα Σφαγείο του Καρλοβασίτη Αλέξη Σεβαστάκη, όπου ο ήρωας βλέποντας τη θέα από το μπαλκόνι κάποιου αρχοντικού της Ρίβας συλλογίζεται:

«Το μειονέκτημα αυτού του σπιτιού, όπως έλεγε η Αλκμήνη, είναι που γειτονεύει με τα προσφυγικά»

(Α. Σεβαστάκης, Σφαγείο, σ. 29)

Ακριβώς δίπλα από την οικία του Βλιάμου είναι χτισμένος ο μεγαλόπρεπος ναός του Αγίου Νικολάου, που κάθε Κυριακή οι ενορίτες του, πλούσιοι και φτωχοί.  έβαζαν τα καλά τους και εκκλησιάζονταν. Σήμερα δεν είναι λίγοι οι ντόπιοι που αποκαλούν «Βατικανό» την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και «πάπα» τον παπά που λειτουργεί σε αυτή.

Τεκμήρια :


Αστρουλάκης, Νικήτας. (1926). «Το άσυλον των λεπρών Σάμου», Σαμιακή Στοά, τ.Α’, (επιμ.) Θεοσεβεία Βεργή, Καρλόβασι.

Βακιρτζής, Ιωάννης. (2005). Ιστορία της Ηγεμονίας Σάμου 1834-1912, Αθήνα.

Βαρβούνης, Μανόλης. (2018). «Η λέπρα στη Σάμο: Από την παραδοσιακή ιατρική στην επιστημονική αντιμετώπιση», Πρακτικά Πανελλήνιου Επιστημονικού Συνεδρίου, Αθήνα, 7-11 Μαρτίου 2012, Λαϊκή Ιατρική και Ιατρική Επιστήμη. Σχέσεις Αμφίδρομες, τ. Β’, σσ. 379-399, Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.

Δαμιανίδης, Κώστας. (2004). «Προφορικές μαρτυρίες για την ξυλοναυπηγική στη Σάμο»,  Καλοκαιρινές Σαμιακές Συναντήσεις, σ. 196-208.

Δημητρίου, Νικόλαος. (1979). Ιστορία της Σάμου, Αθήνα: Εκτύπωσις «ήρα».

Δημητρίου, Νικόλαος. (1985). Λαογραφικά της Σάμου, τ. 2, Αθήνα: Ν. Δημητρίου.

Δημητρίου, Νικόλαος. (1987). Λαογραφικά της Σάμου, Αλκιβιάδης Δημητρίου (επιμ.), τ. 4, Αθήνα.

Δημητρίου, Νικόλαος. (1996). Λαογραφικά της Σάμου 7, Λεξικό του Γλωσσικού Σαμιακόυ Ιδιώματος, Αθήνα.

Έθιμα και Παραδόσεις στο Καρλόβασι και στα περίχωρα. (2007). Τ.Ε.Ε. –ΕΠΑ.Λ. Καρλοβάσου.

Ζαφείρης, Γιάννης. (1977). Λογοθέτης Λυκούργος. Ο Μεγάλος Σαμιώτης Αρχηγός του 1821, Αθήνα.

Θρασυβούλου, Δημήτρης. (2007). «Ο εμφύλιος στη δυτική Σάμο. Το επεισόδιο της Λέκας, Μάιος 1946», στο Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων & Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Σάμου.

Καλατζής, Κώστας. (1992)[1990]. Το ταμπάκικο, Αθήνα: ΠΙΤΣΙΛΟΣ.

Καλατζής, Κώστας. (2007). «Πρόσωπα και τόποι του χθεσινού Νέου Καρλοβάσου», Πρακτικά συνεδρίου Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο, Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Σάμου, σσ. 107-139.

Καλομοίρη, Χαρά. (1997). «Η γέννηση ενός φεστιβάλ», στο Ο Μανώλης Καλομοίρης και η ελληνική μουσική, Σάμος: Φεστιβάλ «Μανώλης Καλομοίρης».

Καραθανάσης, Κώστας. (1995). Γεώργιος Κλεάνθης. Ο Σαμιώτης Εθνικός Βάρδος, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.

Κεντούρης, Αλέξανδρος. (1939). «Η Βυρσοδεψία εν Σάμω», στο Σαμιακόν Ημερολόγιον, Αθήναι, σσ. 56-63.

Κιλουκιώτης, Ιωάννης. (2020). «Η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι της Σάμου» (www.samosin.gr 14/4/20).

Κλουβάτος, Κ. Δημήτριος. (2006). Σαμιακά Πεπραγμένα, τ. 1, βιβλίο τρίτο: Το Αμπέλι/κρασί της Σάμου, Καρλόβασι.

Κόγιας, Ντίνος. (2000). Τροχιόδρομος Καρλοβασίων Σάμου (1905-1939), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων.

Κόγιας, Ντίνος.  (2004). «Οι μαστόροι του Πηλού στη Σάμο (1870-1970)», στο Καλοκαιρινές Σαμιακές Συναντήσεις, Α. Σφοίνη (επιμ.), Αθήνα.

Κόμης, Κώστας. (2014). «Η λέπρα στη Σάμο (19ος – 20ος αιώνας)», Πρακτικά Συνεδρίου (Σάμος, 2-4 Νοεμβρίου 2012), Από την αυτονομία στο εθνικό κράτος. Η ενσωμάτωση της Σάμου στην Ελλάδα, σσ. 233-266, Σάμος: Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Σάμου.

Κουρέρης, Γεώργιος. (2013). Η ιατρική στη Σάμο κατά την περίοδο της Ηγεμονίας (1834-1912), Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή.

Κουτσός, Νικόλαος. (2020). Στο λυκόφως ενός Βυρσοδεψείου, Πειραιάς.

Κρητικίδης, Εμμανουήλ. (1867). Αρχαιολογία. Αρχαίοι ναοί της Σάμου μετ’ ανακαλυφθεισών επιγραφών, Σύρος: Τύποις Ρ. Πρίντεζη

Κρητικίδης, Εμμανουήλ. (1870). Πραγματεία περί της ερημώσεως και του συνοικισμού της Σάμου, Σύρος: Τύποις Ρ. Πρίντεζη

Κροκίδης, Δημήτρης. (1999). «Μια προσπάθεια για την καταγραφή των βυρσοδεψείων στο Καρλόβασι της Σάμου», Τεχνολογία. Ενημερωτικό δελτίο πολιτιστικού τεχνολογικού ιδρύματος ελληνικής τράπεζας βιομηχανικής αναπτύξεως, τεύχος 9, σσ. 24-26.

Νόου, Νίκος. (1976). Σάμος, η γη μας. Ιστορία, Χρονικό, Φωτογραφία – Τουρισμός

Οικονόμου, Ανδρομάχη. (1994). «Σημείωμα για τη βυρσοδεψία στη Σάμο», Σαμιακές Μελέτες, τ. Α’, Αθήνα: Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», σσ. 189-192.

Παπακωνσταντίνου, Θανάσης (επιμ.). (1999). Τα βυρσοδεψεία και το Καρλόβασι, Λύκειο Καρλοβάσου, Ομάδα μαθητών, Καρλόβασι.

Ρίτσου, Έρη. (2007). «Ο Γιάννης Ρίτσος στο Καρλόβασι», στο Καρλόβασι Σάμου. Ένα νησιωτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στο ανατολικό Αιγαίο (Πρακτικά Συνεδρίου), Αθήνα: Δήμος Καρλοβασίων & Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Σάμου.

Σεβαστάκης, Αλέξης. (1979). Σφαγείο (μυθιστόρημα), Αθήνα: Θεμέλιο.

Σεβαστάκης, Αλέξης. (1995). Ιστορικά Νέου Καρλοβάσου Σάμου 1768-1840, Αθήνα: Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου».

Σταματιάδης, Επαμεινώνδας. (1970). Σαμιακά. Ιστορία της Σάμου. Από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι το 1890, τ. Δ’, Αθήνα: Ιωάννης Σοφούλης.

Τσέλαλη, Γιώτα. (1998). «Η σαμιακή βυρσοδεψία», Καθημερινή, Αφιέρωμα Επτά Ημέρες, 9/8/1998, σσ. 21-22.

Χατζηγεωργίου, Σταύρος. (2002). Συνδικάτα. Το εργατικό κίνημα των βυρσοδεψεργατων Καρλοβάσου Σάμου 1899-1947, Αθήνα: υπερόριος.

Χουσνή, Έλενα. (2018). Καταραμένες Πολιτείες, Αθήνα: Κύφαντα.

Psaropoulou, Betty. (1986). Last Potter of the east Aegean, Nauplion: Peloponnesian Folklore Foundation.

  1. Σταμάτης Ανδριανόπουλος
  2. Πάτρα Βαθιώτη
  3. Σταματία Βαθιώτη
  4. Χρυσούλα Βακάκη
  5. Χρήστος Βαρβατές
  6. Ευτυχία Γιοβάνη
  7. Δημήτρης Θρασυβούλου
  8. Πόπη Καλησπέρη
  9. Ειρήνη Καπώλη-Φοροπούλου
  10. Δέσποινα Κελεμπέση
  11. Χαράλαμπος Κοτζαμάνης
  12. Νικήτας Κυπαρίσσης
  13. Μανώλης Κυριαζής
  14. Εμμανουέλα Μακρή-Βαθιώτη
  15. Μαριγούλα Μακρή
  16. Στέλιος Μακρής
  17. Μαρία Μαρούκη
  18. Μανώλης Ματθαίου
  19. Φώτης Ματθαίου
  20. Σταυρίτσα Μιχαλιού
  21. Ρένα Παντελόγλου-Σταματάκη
  22. Μαρία Παπακωνσταντίνου
  23. Βαγγέλης Παριανός
  24. Ευαγγελία Πρατσινάκη
  25. Σαρηγιάννη Μάτα
  26. Δημήτρης Σιδεράτος
  27. Στέλιος Σιδηρουργός
  28. Καλλιόπη Σταύρου
  29. Κώστας Σταύρου
  30. Ανδρέας Τσουκαλάς
  31. Χρυσάνθη Χριστοδούλου

Scroll to Top