Μουσείο Κεραμικής Τέχνης
Η κεραμική είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην περιοχή του Μανταμάδου ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Μάλιστα σώζεται μέχρι σήμερα εικόνα της Γέννησης του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, αφιερωμένη από τη συντεχνία των αγγειοπλαστών του Μανταμάδου στον ναό του Αγίου Βασιλείου Μανταμάδου, στην οποία αναγράφεται η ημερομηνία 1846. Ως προς τη γεωγραφική κατανομή των εργαστηρίων αγγειοπλαστικής, αυτά δεν εντοπίζονται μόνο στον καθαυτό οικισμό του Μανταμάδου, αλλά είναι διάσπαρτα στην ευρύτερη περιοχή της ΒΑ Λέσβου.
Οι αγγειοπλάστες της Μικράς Ασίας από νωρίς είτε ταξιδεύουν τακτικά είτε μεταναστεύουν στη Λέσβο, φέρνοντας μαζί τους τη δική τους τεχνογνωσία. Ιδιαίτερα μετά το 1922 είναι μεγάλος ο αριθμός των ελλήνων αγγειοπλαστών που ήρθαν στον Μανταμάδο ως πρόσφυγες “από απέναντι”. Από τον 19ο μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα θα πρέπει να λειτουργούσαν τουλάχιστον 20 εργαστήρια μέσα στο χωριό και 44 στις παραλιακές περιοχές. Όλα παρήγαγαν κεραμικά με πρώτη ύλη το υψηλής ποιότητας “ντόπιο” χώμα, το λινόχωμα. Τα κεραμικά πωλούνταν εντός του οικισμού, στα γύρω χωριά και τη Μυτιλήνη, αλλά και εκτός των ορίων του νησιού, σε μια ακτίνα που έφτανε μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, την Αλεξανδρούπολη, τη Σμύρνη, το Αϊβαλί και την Κωνσταντινούπολη.
Από τα κεραμικά που κατασκευάζονται στον οικισμό, τα πλέον γνωστά είναι τα κουμάρια (κ’μάρια). Πρόκειται για ένα είδος στάμνας που χρησιμεύει στην αποθήκευση και τη μεταφορά του νερού. Πέρα από τα χρηστικά κεραμικά, στο Μανταμάδο φτιάχνονταν αγγεία που κατείχαν σημαντική θέση στην επιτέλεση εθίμων συνυφασμένων με τον κύκλο ζωής των Μανταμαδιωτών. Έτσι, το θερμάρ’ είναι μεγάλο τσουκάλι που το χρησιμοποιούσαν στη γέννα, η τακολμπίσια μεγάλη πήλινη μπανιέρα για το πρώτο μπάνιο του μωρού, ο χ’μουμούρ’ς ειδικό κουμάρι για τη μεταφορά ζεστού νερού από το σπίτι στην εκκλησία για τις ανάγκες της βάφτισης, η λαγ’νίδα μεγάλο λαγήνι που προπορεύεται της γαμήλιας πομπής.
Στη δεκαετία του 1950 εγκαταλείπονται τουλάχιστον 13 εργαστήρια και έως το 1970 άλλα 12. Η εκτεταμένη χρήση του πλαστικού θα αναγκάσει μανταμαδιώτες αγγειοπλάστες να μεταναστεύσουν είτε στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, κυρίως την Αθήνα, είτε στο εξωτερικό, εγκαταλείποντας την τέχνη της αγγειοπλαστικής. Ως τη δεκαετία του 1980 δούλευαν εννιά αγγειοπλάστες σε εργαστήρια του Μανταμάδου.
Στον Μανταμάδο η αγγειοπλαστική τέχνη ήταν και εξακολουθεί ως ένα βαθμό και σήμερα να είναι οικογενειακή υπόθεση. Οι περισσότεροι αγγειοπλάστες κληρονομούν το επάγγελμα ή και το εργαστήριό τους από τον πατέρα, τον παππού ή ακόμα και τον προπάππου τους. Τα μυστικά της τέχνης περνούν από γενιά σε γενιά. Οι μεν άνδρες ασχολούνται με τη διαδικασία συλλογής και επεξεργασίας της πρώτης ύλης και το πλάσιμο του πηλού. Οι γυναίκες (ως σύζυγοι και κόρες) βοηθούν στη διαδικασία του ψησίματος των αντικειμένων, το χέρωμα των κουμαριών (η τοποθέτηση λαβών στο πάνω μέρος του σώματος της στάμνας), ενώ αναλαμβάνουν εξολοκλήρου τη διακόσμηση των κεραμικών (πλούμισμα). Ζωγραφίζουν με ασβέστη τη χαρακτηριστική σπείρα, σήμα κατατεθέν των μανταμαδιώτικων κουμαριών.
Παρά τις αναπόφευκτες αλλαγές που έχει υποστεί η τέχνη της αγγειοπλαστικής, εξακολουθεί να αποτελεί στοιχείο της τοπικής ταυτότητας. Σήμερα λειτουργούν μόλις πέντε εργαστήρια αγγειοπλαστικής: τέσσερα βρίσκονται μέσα στον καθαυτό οικισμό και ένα στην περιοχή του Αγίου Στέφανου.
Η σημασία της αγγειοπλαστικής τέχνης του Μανταμάδου αποτυπώνεται και στο Μουσείο Κεραμικής Τέχνης που στεγάζεται στον χώρο του Πολύκεντρου Μανταμάδου, στην αίθουσα που στο παρελθόν ήταν η αποθήκη ελαιοκάρπου. Ιδρύθηκε το 1998 στο πλαίσιο του προγράμματος καταγραφής των εργαστηρίων αγγειοπλαστικής στον Μανταμάδο από το Κέντρο Μελέτης Νεότερης Κεραμικής (Ίδρυμα Οικογένειας Γ. Ψαροπούλου) και της έκθεσης «Με αφορμή μια στάμνα» που φιλοξενήθηκε στον χώρο αυτό.
Στο μουσείο φωτογραφίες, επεξηγηματικά κείμενα αλλά και πρωτογενές υλικό ενημερώνουν τον επισκέπτη για την ιστορία της αγγειοπλαστικής στον οικισμό, τη γεωγραφική κατανομή των εργαστηρίων και την παραδοσιακή τεχνογνωσία κατασκευής των κεραμικών. Στον ευρύτερο χώρο του Πολύκεντρου Μανταμάδου φιλοξενείται παράλληλα και η Παλλεσβιακή Έκθεση Κεραμικής, ένας θεσμός που ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και έκτοτε διοργανώνεται σε ετήσια βάση.
Εργαστήριο Δημήτρη Κουβδή
Το πετρόχτιστο εργαστήρι του Δημήτρη Κουβδή βρίσκεται στον Άγιο Στέφανο και χτίστηκε το 1954. Εδώ ζει και εργάζεται ο αγγειοπλάστης με τη σύζυγό του.
Το εργαστήριο είναι ταυτόχρονα χώρος εργασίας και κατοικίας. Εσωτερικά αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο και δύο μικρά παράθυρα για να μπορεί ο αέρας να κυκλοφορεί και να ξεραίνει ομοιόμορφα τα κεραμικά. Βασικός εξοπλισμός τους είναι οι δύο τροχοί, ένας ποδοκίνητος, που δεν χρησιμοποιείται πια, και ένας ηλεκτροκίνητος. Τα βασικά εργαλεία της δουλειάς του είναι η μεγάλη πήλινη λεκάνη (γιαλάκ’), για να βρέχει τα χέρια του κατά τη διάρκεια της εργασίας του, το ξλουμάχιρου, για τη λέπτυνση των τοιχωμάτων των κεραμικών, το τελ’, ένα μαλακό ψιλό σύρμα (πετονιά), που βοηθά στην αποκοπή του κεραμικού από τη βάση του τροχού. Στο κέντρο του εργαστηρίου είναι συνήθως ακουμπισμένο ένα μεγάλο κομμάτι από ζυμωμένο πηλό, έτοιμο για χρήση, σκεπασμένο με τρίχινο ύφασμα για να διατηρεί την υγρασία του.
Εκτός από τη σημασία του ως του μοναδικού εν λειτουργία παραδοσιακού εργαστηρίου αγγειοπλαστικής στο νησί, το κτίσμα από μόνο του αποτελεί εξαιρετικό δείγμα αρχιτεκτονικής του αγροτικού χώρου. Χτισμένο από πέτρα και λάσπη, καλύπτεται από στέγη φτιαγμένη από φυσικά υλικά, όπως ρείκια, χώμα και ξύλα. Επειδή είναι ευαίσθητα στις καιρικές συνθήκες, η τακτική συντήρηση της στέγης είναι απαραίτητη. Κάθε δύο χρόνια ο Δημήτρης Κουβδής αντικαθιστά τα φθαρμένα υλικά και ενισχύει τον σκελετό της στέγης με καινούρια στρώματα από λάσπη. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη και μακραίωνη γνώση που μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά, φτάνοντας μέχρι σήμερα.
Στον εξωτερικό χώρο είναι διαμορφωμένοι δύο τετράγωνοι λάκκοι (σουσμέδες). Στο εσωτερικό τους ανακατεύεται το φρεσκοσκαμμένο χώμα με νερό για να δημιουργηθεί η πρώτη μάζα πηλού. Κάτω από ένα μικρό υπόστεγο, το λασπουτζίδικο, ζυμώνεται η λάσπη. Ξεχωριστή θέση έχουν και τα δύο πέτρινα καμίνια για το ψήσιμο των κεραμικών. Η τοπική ονομασία των κεραμικών κλιβάνων στη Λέσβο είναι «φούρνος». Οι κάτοικοι του Μανταμάδου και της ευρύτερης περιοχής όμως από πολύ παλιά χρησιμοποιούσαν την ονομασία τα «τούρκικα».
Ο Δημήτρης Κουβδής συνεχίζει να συλλέγει και να επεξεργάζεται το χώμα με τον τρόπο που διδάχθηκε από τον πατέρα του. Χρησιμοποιεί την κουσνίδα, ένα είδος ξύλινου κόσκινου, για να κοσκινίσει το χώμα, ενώ επιμένει να ζυμώνει τον πηλό με τα πόδια στο λασπουτζίδικο. Υπολογίζει πάντα τον άνεμο για να ανάψει τον πετρόχτιστο φούρνο, που εξακολουθεί να χρησιμοποιεί. Κατασκευάζει κυρίως χρηστικά αντικείμενα, όπως μαγειρικά σκεύη, π.χ. γιουβέτσια, πήλινα δοχεία με βάθος για το ψήσιμο του φαγητού στον φούρνο.
Η σύζυγος του έχει αναλάβει εξολοκλήρου τη διακόσμηση των κεραμικών, έχοντας μαθητεύσει στο παρελθόν δίπλα στη μητέρα και την πεθερά της. Παράλληλα, βοηθά στη μεταφορά των εύθραυστων κεραμικών, στο άπλωμά τους στον ήλιο για να στεγνώσουν, προτού μεταφερθούν στο φούρνο, στον έλεγχο για τυχόν ρωγμές ή άλλα κατασκευαστικά ελαττώματα που μπορούν να οδηγήσουν σε ενδεχόμενο σπάσιμο, στο φόρτωμα, γέμισμα και άδειασμα του φούρνου, ακόμα και στην τροφοδότηση της φωτιάς με πυρήνα κατά τη διαδικασία της καύσης. Εξίσου σημαντικός όμως είναι και ο ρόλος που αναλαμβάνει ως υπεύθυνη για την υποδοχή και τη φιλοξενία των επισκεπτών του εργαστηρίου.
Όσο για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, αυτοί δίνουν το παρόν σε σημαντικές στιγμές, όπως το βράδυ που ανάβει ο φούρνος για να ψηθούν τα κεραμικά, όταν όλη η οικογένεια είναι παρούσα, προσφέροντας τη συντροφιά και την υποστήριξή της σε μία στιγμή ιδιαίτερα κοπιαστική, χρονοβόρα, και συγχρόνως αβέβαιη, στο βαθμό που όλα εξαρτώνται από τη φορά και την ταχύτητα του ανέμου.
Προφορική Μαρτυρία για το Εργαστήριο Δημήτρη Κουβδή
Εργαστήρια αγγειοπλαστικής
Λέσβος, Μανταμάδος
«Εμένα ο πατέρας μου ήταν οκτώ παιδιά, τέσσερα κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Τα κορίτσια τράβηξαν το δρόμο τους και παντρεύτηκαν, τα αγόρια κοντά στον πατέρα μας και τον πάππου μας έμαθαν την αγγειοπλαστική. Και ο προπάππους μου ασχολούνταν. Ξεκίνησαν την αγγειοπλαστική προπολεμικά. Ο πατέρας μου, όταν έγινε ο πόλεμος του ’40, δούλευε κανονικά. Εδώ είχε πολλή δουλειά, άνετα επιβίωνες. Η αγγειοπλαστική κράταγε έξι - εφτά μήνες παλιά , από τον Απρίλη έως τέλος Νοεμβρίου. Τις ελιές τον χειμώνα, έβγαινε ο χρόνος. Και κανένα ψάρεμα, λόγω ότι είμαστε στη θάλασσα, τα συνδυάζαμε και τα παλεύαμε.
Δούλευαν χιλιάδες σταμνιά, στα νησιά: Χίος, Λήμνος, Σάμος, Ικαρία, Φούρνοι, Κάλυμνο. Κυκλάδες και Αιγαίο. Σε μία σεζόν, εγώ με τον πατέρα μου κάναμε 10.000 σταμνιά. Αν αναλογιστούμε ότι βάζαμε 10 καμίνια, από 600-800 που παίρνει το μεγάλο. Δουλεύαμε πολλούς μήνες και δεν περίσσευε κανένα.
Όλα τα εργαστήρια ήταν και σπίτια. Εμείς παλιά δουλεύαμε μέχρι τέλος Οκτωβρίου και μετά πηγαίναμε στον Μανταμάδο. Δεν έμενε κανένα εργαστήριο. Και κατεβαίναμε εδώ [ενν. Άγιο Στέφανο] τον Απρίλιο, αφού άνοιγε ο καιρός και καθαρίζαμε τα κτήματα, κλαδεύαμε, ζευγαρίζαμε. Μετά αρχίζαμε σιγά-σιγά να συγκεντρωνόμαστε. Και ξεκινάγαμε τη συλλογή του χώματος τον Απρίλιο. Συγκεντρώναμε το χώμα, το φέρναμε με τα γαϊδουράκια και μετά με τα κοφίνια το βάζαμε έξω και το κοπανίζαμε.
Και σιγά σιγά αρχίζαμε να φτιάχνουμε. Έρχονταν οι παραγγελίες από τα νησιά, τα καΐκια, τους εμπόρους. Να συγκεντρώνουμε τα ποσά και να κάνουμε κοινοπραξίες. Έρχονταν ένα καΐκι και έπαιρνε πέντε – έξι χιλιάδες σταμνιά. Τόσα σταμνιά δεν μπορούσε να έχει ένας μας μεμονωμένα. Συνεργαζόμασταν. Συνεργασία είχαμε, όχι συνεταιρισμό. Ο καθένας είχε τα δικά του. Τότε, όταν ξεκίνησα, τα σταμνιά είχαν 2,5 δρχ το ένα. Και ειδοποιούσαμε το καΐκι και φορτώναμε. Βάζαμε τα μισά, 3.000 το βράδυ, τα άλλα το πρωί με τη δροσιά. Τέτοια ώρα το καΐκι έφευγε, έβαζε μουσαμάδες και έφευγε. Ύστερα από δέκα-δεκαπέντε μέρες ξανά. Έρχομαι, φτιάξτε φορτίο. Πολλά καΐκια είχε τότε το Πλωμάρι, έξι-εφτά καΐκια, Πλωμαρίτες που ερχόταν και δουλεύανε τα σταμνιά. Πηγαίναν στα νησιά, είχαν τους πελάτες τους. Κοίταξε, όλα τα μπακάλικα, κάθε χωριό είχε τέσσερα-πέντε, πουλούσαν 400-500 σταμνιά. Είχαν αποθήκες, τις γεμίζαν και τα πωλούσαν και τα ξαναγεμίζανε μετά.
Τα τηλεγραφήματα τότε πηγαινοερχόνταν. Φτιάξε φορτίο, έρχομαι. Έτσι πήγαινε η δουλειά. Μετά σταμάτησε η κατανάλωση, μειώθηκαν οι μήνες δουλειάς, μέχρι που ήρθαν τούτα τα χρόνια και δουλεύουμε κανένα μήνα το πολύ. Κάνουμε πιο πολύ μία συντήρηση της παράδοσης παρά της οικονομίας, για να ζούμε. Εγώ πρόλαβα πολλά και τελικά έμεινε ένα εργαστήρι παραδοσιακό, αυτό εδώ, από όλα τα επαγγέλματα.
Από τον στρατό απολύθηκα το 1977, άρχισε να μπαίνει το πλαστικό στη ζωή. Άρχισαν τα καμίνια να σταματάνε το ένα μετά το άλλο. Το θέμα είναι ότι μειώνονταν η παραγωγή, δεν υπήρχε ενδιαφέρον, μειώθηκαν τα κίνητρα, σιγά- σιγά σταματήσαν να δουλεύουν τον πηλό, την αγγειοπλαστική την παραδοσιακή ,βγήκε το πλαστικό, τα ψυγεία, οι βρύσες πάνω απ’ όλα, τα νερά, τα δίκτυα στα χωριά και στις πόλεις, μπήκαν οι βρύσες μέσα στον νιπτήρα στην κουζίνα. Γιατί παλιά ήταν οι βρύσες μέσα στο χωριό, κάθε 100 μέτρα, πήγαινε ο άλλος γέμιζε το σταμνί πήγαινε στο σπίτι, το’ σπαζε στο δρόμο, με την επαύριο άλλο. Μετά τα ψυγεία ήρθε η πρέσα, η οποία βγάζει ποσότητες μεγάλες. Εγώ όταν ξεκίνησα με τον πατέρα μου έφτιαχνα τα σταμνιά, μετά ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε τα πήλινα για το γιαούρτι, χειροποίητα με ντόπιο πηλό. Εδώ και 20 - 25 χρόνια, βγήκαν οι πρέσες, οι οποίες βγάζουν ποσότητες τεράστιες. Δεν μπορείς να τις συναγωνιστείς ούτε οικονομικά, ούτε παραγωγικά. Με αποτέλεσμα εδώ και 20 - 25 χρόνια, ενώ φτιάχναμε χιλιάδες πήλινα του κιλού για το γιαούρτι, σταματήσαμε. Μαχαίρι που λέμε. Σταμάτησαν τα εργαστήρια, νέοι μαστόροι δεν βγαίναν.
Το μόνο που μας κρατάει τώρα είναι τα γιουβέτσια. Αν παλιά πουλάγαμε 1000 σταμνιά, τώρα δεν πουλάμε ούτε 100. Δεν μπορείς να επιβιώσεις με την παραδοσιακή αγγειοπλαστική, αν δεν κάνεις και άλλα, κουμπαράδες.. Ούτε γλάστρες δεν κάνουμε πια.»
(Δημήτρης Κουβδής, 2020)
Εργαστήριο Παναγιώτη Σταμάτη
Όπως και στα υπόλοιπα εργαστήρια, μέχρι τη δεκαετία του ‘60 τα κεραμικά που κατασκευάζονταν ήταν κυρίως χρηστικά, όπως κουμάρια (στάμνες για τη μεταφορά και αποθήκευση νερού), μαγειρικά σκεύη κ.ά. Στα χρόνια που ακολούθησαν με την εισαγωγή του πλαστικού και την εξάπλωση της χρήσης του ηλεκτρισμού στα νοικοκυριά, οι ανάγκες αλλάζουν και η ζήτηση των χρηστικών κεραμικών μειώνεται σημαντικά. Η συνθήκη αυτή αναγκάζει τον Παναγιώτη Σταμάτη στην αναζήτηση νέων τεχνικών και διαφορετικού ύφους, με περισσότερη έμφαση σε παραγωγή κεραμικών διακοσμητικού χαρακτήρα.
Σήμερα στις βιτρίνες και τον εκθεσιακό χώρο του εργαστηρίου βλέπει κανείς ποικιλία κεραμικών, άλλα με πιο σύγχρονο ύφος, άλλα πιστά στη μανταμαδιώτικη παράδοση, κι άλλα στον χαρακτηριστικό τσανακαλιώτικο τύπο, γυαλωμένα δηλαδή κεραμικά με εντυπωσιακά χρώματα και σχήματα.
Στο εργαστήριο η παραγωγή βασίζεται πλέον σε σύγχρονα μέσα: ο πηλός αγοράζεται έτοιμος, ο τροχός και ο κλίβανος είναι ηλεκτροκίνητοι. Ο πέτρινος φούρνος που λειτουργούσε στο παρελθόν, σώζεται ακόμα, αλλά δεν είναι πλέον σε χρήση. Τα κεραμικά εξακολουθούν να κατασκευάζονται με το μεράκι του Παναγιώτη Σταμάτη ενώ τη διακόσμησή τους έχουν αναλάβει η σύζυγος και η κόρη του. Ασχολούμενη επαγγελματικά πια με την επιχείρηση του πατέρα της, η κόρη έχει μαθητεύσει κοντά στη μητέρα της, αποκτώντας τη γνώση για τον παραδοσιακό τρόπο διακόσμησης των κουμαριών με ασβέστη. Συγχρόνως όμως εισάγει και πειραματίζεται με νέα χρώματα και μοτίβα.
Προφορική Μαρτυρία για Εργαστήριο Παναγιώτη Σταμάτη
Εργαστήρια αγγειοπλαστικής
Λέσβος, Μανταμάδος
«Το εργαστήριο αυτό είναι πολύ παλιό. Ήταν του παππού, όχι βέβαια εδώ, ήταν σε άλλο μέρος μέσα στο χωριό. Αυτό εδώ κατασκευάστηκε το 1945. Αλλά η τέχνη είναι από τον παππού μου εδώ (αν ήταν και από τον προπάππου μου, δεν ξέρω). Μετά το ‘45 ανέλαβε ο πατέρας μου και συνεχίζει. Είναι από τα παλιότερα. Μέχρι τη δεκαετία του ‘60 δεν υπήρχαν αλλαγές. Κατασκεύαζαν κυρίως τη στάμνα, δεν υπήρχαν ούτε ψυγεία, ούτε πλαστικά. Ήταν το μόνο σκεύος για μεταφορά και αποθήκευση νερού. Και άλλα, σκεύη για μαγείρεμα, γλάστρες. Τα πάντα δηλαδή ήταν χρηστικά. Μετά το ‘60, η πρώτη ζημιά ήταν το πλαστικό. Οπότε μείωσε πολύ την δουλειά. Μέχρι το ‘60 πρέπει να υπήρχαν γύρω στα 30 αγγειοπλαστεία στον Μανταμάδο, τα οποία προμήθευαν όχι μόνο το νησί, αλλά και γενικότερα, στην Αίγυπτο, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη. Μία ταβέρνα για να δουλέψει ήθελε τουλάχιστον 10 στάμνες. Και ήταν ειδικό το σταμνί του Μανταμάδου με το χώμα του που ήταν χοντρό και έκανε κρύο το νερό. Μετά το πλαστικό έπεσε πολύ η δουλειά και μετά το ‘65 που βγήκε το ψυγείο. Αναγκαστήκαμε μέσα στη δεκαετία του ‘60-’70 να αλλάξουμε από το καθαρά χρηστικό, και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε - όσοι ήθελαν -προς το διακοσμητικό. Όχι σταματάμε το χρηστικό, αλλά αρχίζουμε να το ομορφύνουμε, να βάζουμε στολίδια πάνω»
«Με τη μικρασιατική καταστροφή ήρθανε εδώ πολλοί μαστόροι. Μαζί τους έφεραν και συνήθειες. Είναι μία σειρά, τσανακαλιώτικα, αυτά που φτιάχνουμε, τα οποία έχουν μετακομίσει από Έλληνες μαστόρους απο τη Μ. Ασία»
«Τα πήλινά μας είναι καθαρά χειροποίητα, θα μπορούσαμε να εκσυγχρονιστούμε, να βάλουμε πρέσες. Αλλά η σκέψη μας είναι να διατηρήσουμε αυτό το χειροποίητο. Αυτή την πινελιά, τη Μανταμαδιώτικη»
(Παναγιώτης Σταμάτης, 2020)
Εργαστήριο Παναγιώτη Τιτιγάρη
Αργότερα και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει μια μείωση της ζήτησης των κεραμεικών στην αγορά, στράφηκε στην κατασκευή ψιλών, όπως αποκαλεί τα κεραμικά που προορίζονται για καθημερινή χρήση, με τη διαφορά όμως ότι έχουν πιο επιμελημένη διακόσμηση. Κούπες, πιάτα, σταχτοδοχεία και άλλα καθημερινά οικιακά κυρίως σκεύη γέμιζαν σταδιακά τα ράφια του εργαστηρίου του με χρώμα.
Αναζητώντας νέους τρόπους έκφρασης ξεκινά να πειραματίζεται, αντλώντας έμπνευση από τις εικόνες των σχολικών του βιβλίων με δείγματα αρχαίας ελληνικής κεραμικής, με ιδιαίτερη προτίμηση στα αγγεία μεγάλου μεγέθους, όπως είναι οι αμφορείς. Έτσι, μιμείται σχήματα και μοτίβα που παραπέμπουν στην αρχαία ελληνική τέχνη.
Στα χρόνια όμως που ακολουθούν αποφασίζει να εκσυγχρονίσει την παραγωγή, εφαρμόζοντας νέες τεχνικές και χρησιμοποιώντας ηλεκτροκίνητο εξοπλισμό, όπως ο τροχός και ο ηλεκτρικός κλίβανος. Ωστόσο, ο ποδοκίνητος τροχός και ο πέτρινος φούρνος σώζονται ακόμα, χωρίς όμως να χρησιμοποιούνται πια.
Προφορική Μαρτυρία για Εργαστήριο Παναγιώτη Τιτιγάρη
Εργαστήρια αγγειοπλαστικής
Λέσβος, Μανταμάδος
«Ο πατέρας μου ήταν σε αυτή τη δουλειά, αλλά ήταν στο παραδοσιακό.: στο κουμάρι, στα γιουβέτσια τα μεγάλα, τα τσουκάλια που βράζαμε κουκιά, τσ΄κάλες που ο κόσμος έβαζε σοδειές, από παραγωγές της εποχής, κουκιά ξερά, σύκα ξερά, φασόλες, διάφορα. Τότε ήταν οι εποχές που αυτά έφτιαχνε ο πατέρας και ο παππούς μου. Τον παππού μου δεν τον έφτασα. Ο πατέρας μου μέχρι 85 χρονών ήταν μέσα σε αυτή τη δουλειά. Φτιάχναν και κυψέλες ο πατέρας μου, περίπου ένα μέτρο και δέκα πόντους στο ύψος. Και το τσουκάλι το χρησιμοποιούσαν μετά για να πήζουν το γάλα, το γιαούρτι.
Δούλευε η μητέρα μου και εδώ. Ζωγράφιζε τα κουμάρια με ασβέστη. Ο ασβέστης είναι το πιο υγιεινό. Το κουμάρι όταν βάζαν το νερό είχε πόρους και αν έβαζες πλαστικό χρώμα θα μύριζε το νερό. Δεν υπήρχαν βρύσες, ο κόσμος είχε το κουμάρι. Τα καθημερινά σταμνιά τα λέγανε λαήνες, πιο μεγάλα από το κουμάρι. Εκεί αποθηκεύανε το νερό. Και έπαιρνε ο καθένας πέντε-δέκα κομμάτια. Τότε ήταν λίγα τα νερά μέσα στο χωριό. Πηγαίναν και βάζαν οι γυναίκες τη στάμνα στη βρύση και περιμέναν να κάνουν σοδειά στο σπίτι. Το νερό ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα. Και καμιά φορά τσακώνονταν πάνω στο νεμπέτ (σσ: βρύση). Βρύσες και κουμάρια ήταν τόποι συνάντηση τότες. Μαζευόντουσαν οι γυναίκες και κάνανε το καθημερινό κουτσομπολιό.
Ξεκίνησα να δουλεύω από μικρός, από όταν πήγαινα στο δημοτικό. Ο πατέρας μου δούλευε κάθε μέρα, έκανε εξήντα-εβδομήντα κουμάρια και το βράδυ περνούσαμε τα χερούλια. Και τον βοηθούσα. Και μετά από τα 10-12 ξεκίνησα κι εγώ. Από κάτι ψηλά πράγματα. Να βάλεις τον πηλό στον τροχό, να τον κεντράρεις, είναι δύσκολο. Άρχισα τη δουλειά και τα έμαθα όλα μέχρι 15 -18 χρονών. Είχα μάθει τη δουλειά, έκανα ό,τι έκανε ο πατέρας μου. Και το ψήσιμο, στον φούρνο τον μεγάλο, τον πέτρινο. Τότε κάναμε περίπου (ο πατέρας μου που ήταν πιο παλιός) μέχρι ογδόντα-ενενήντα στάμνες τη μέρα. Αναλόγως τη διάθεση. Ξεκούραση δεν υπήρχε, με τα χερούλια που περνούσαμε τελειώναμε δέκα-έντεκα το βράδυ. Ψήναμε περίπου καμιά δεκαριά-δωδεκαριά καμίνια.
Με τα χρόνια άρχισε να πέφτει η δουλειά. Και σκέφτηκα να κάνω μία δουλειά με τα ψιλά τα πράγματα. Η στάμνα άρχισε να πέφτει. Έβαλαν βρύσες στα σπίτια. Και άρχισα να κάνω πιο καλλιτεχνική δουλειά. Δοκίμασα και είδα ότι τα παίρνει ο κόσμος. Το ‘80 περίπου έπρεπε να το κάνουμε με αλοιφές, με γυάλωμα (σσ: επένδυση των κεραμικών με εφυάλωση) , όπως είναι η πορσελάνη. Δίναμε παραγγελίες και σε μαγαζιά σε τουριστικά μέρη. Έστελνα και έξω από τη νησί, στη Ρόδο, Θεσσαλονίκη, Αθήνα. Στον Μόλυβο έχω δώσει και σε δέκα μαγαζιά, στην Πέτρα, στην Αγιάσο. Παρόλο που έφτιαχνε η Αγιάσος κεραμικά, έδινα και εγώ πολλά. Είχε από το ‘80 και μετά πολλή δουλειά στα ψιλά, τα καλλιτεχνικά. Γιατί πάντα ήθελαν το χειροποίητο.
Δεν σταματούσα συνέχεια να ψάχνω το καινούριο. Δεν μπορούσα να μένω στα ίδια. Τα αρχαϊκά, μου ήρθε η έμπνευση. Είχα κάτι βιβλία από το δημοτικό, η αρχαία ιστορία με πράγματα παλιά, όπως αυτά που έχουν στα μουσεία, και έβλεπα πράγματα, όπως αμφορείς, και δοκίμασα. Μέχρι το 2000 περίπου είχε δουλειά. Εμείς έχουμε και τον Άγιο εδώ. Ο Ταξιάρχης βοηθάει το χωριό και έχουμε κόσμο και έτσι εξελίχθηκε η δουλειά. Τώρα πια δεν μπορώ να κάνω κάποια αλλαγή. Ό,τι υπάρχει εδώ. Και δεν υπάρχει και ζήτηση. Όλες οι δουλειές τελειώνουν σιγά-σιγά. Κάποια στιγμή όμως θα ξαναέρθει (σσ: η άνθιση στη δουλειά). Γιατί είναι μία πολύ αρχαία δουλειά. Δεν μπορεί να σβήσει αυτή η δουλειά. Αυτή η τέχνη δεν πιστεύω να χαθεί τελείως»
(Παναγιώτης Τιτιγάρης, 2020)
Εργαστήριο Στέλιου Σταμάτη
Το εργαστήριο του Στέλιου Σταμάτη βρίσκεται στην κεντρική επαρχιακή οδό Μυτιλήνης - Μανταμάδου, σε κοντινή απόσταση από το Μουσείο Κεραμικής. Χτίστηκε το 1983 από τον ίδιο τον αγγειοπλάστη, ο οποίος έχει κληρονομήσει την τέχνη από τον πατέρα του, που στο παρελθόν διατηρούσε εργαστήριο σε άλλο σημείο του χωριού.
Στο εργαστήριο βρίσκεται ο απαραίτητος εξοπλισμός, δηλαδή ο ηλεκτρικός φούρνος και το ζυμωτήριο πηλού, καθώς και το εκθετήριο των προς πώληση κεραμικών, κυρίως μανταμαδιώτικα κουμάρια, με την χαρακτηριστική σπείρα από ασβέστη και πήλινες γλάστρες. Σε ειδική βιτρίνα φυλάσσεται και συλλογή από κεραμικά που είναι ζωγραφισμένα από τη μητέρα του αγγειοπλάστη.
Ο Στέλλιος Σταμάτης, ξάδερφος του Παναγιώτη Σταμάτη, ο οποίος λειτουργεί επίσης εργαστήριο αγγειοπλαστικής στον Μανταμάδο, νοσταλγεί τις περιόδους ακμής του επαγγέλματος. Τότε κάθε αγγειοπλάστης έφτιαχνε 100-150 κουμάρια την ημέρα και “τα κουμάρια ήταν βουνά απ έξω” από τα εργαστήρια. Ωστόσο, συντονίζεται με τις αλλαγές που έχουν συμβεί στο επάγγελμά του τις τελευταίες δεκαετίες και επιμένει στη διαφύλαξη της οικογενειακής παράδοσης.
Προφορική Μαρτυρία για Εργαστήριο Στέλιου Σταμάτη
Εργαστήρια αγγειοπλαστικής
Λέσβος, Μανταμάδος
«Παλιά η ετήσια παραγωγή ήταν γύρω στα 3.500 κουμάρια. Ένας αγγειοπλάστης έκανε εκατό με εκατόν πενήντα κουμάρια την ημέρα. Τα κουμάρια ήταν βουνά από έξω. Δούλευαν από Μάιο μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου. Αυτή ήταν η παραγωγή της παραλίας. Τώρα μέσα στον Μανταμάδο υπήρχαν δώδεκα αγγειοπλαστεία μέχρι το 1960-64. Αυτά δουλεύαν αποκλειστικά για το νησί. Τα φορτώναν πάνω στους γαϊδάρους τα κουμάρια και τα πηγαίνανε στα χωριά, μέχρι τα Παράκοιλα, τον Σκουτάρο. Όταν βγαίνανε τα κουκιά πηγαίνανε στην Αγία Παρασκευή, φορτώνανε κουμάρια και πηγαίνανε. Δίνανε κουμάρια και παίρνανε κουκιά.
Η καταστροφή της αγγειοπλαστίας ήταν που βγήκε το νάιλον (ενν. πλαστικό). Το ‘64 πολλοί αγγειοπλάστες πήγαν στην Αθήνα. Μείναμε τρεις στο χωριό: Ευστράτιος Σταμάτης, Δημήτρης Σταμάτης, Ευστράτιος Τιτιγάρης. Άρχισε η κάτω βόλτα. Φύγαν οι αγγειοπλάστες. Για να επιζήσουμε, ήμουν τότε 33 χρονών, φορτώναμε ένα γάιδαρο με τον πατέρα μου και πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή να πουλήσουμε τα κουμάρια. Είμαστε στην παρακμή τώρα. Μετά ερχόντανε οι εκδρομείς στον Ταξιάρχη. Ερχόνταν από τις συνοικίες της Μυτιλήνης και τα διάφορα χωριά και εμείς πηγαίναμε κάθε Κυριακή και καθόμαστε μπροστά στην πόρτα του Ταξιάρχου, να πουλήσουμε παγιαβλέλια (σσ: είδος πήλινου παιχνιδιού) και κουμαρέλια (σσ: μικρά κουμάρια για νερό).Το 1963 πήγαμε με τον πατέρα μου στον Ταξιάρχη. Ήμασταν τρεις αγγειοπλάστες στο πανηγύρι. Ήρθε μία κλούβα (από την Αθήνα) και έφερε κ’μαρέλια πλαστικά. Όλοι πήρανε από ένα κ’μαρέλ’ πλαστικό, τα καινούρια. Τα δικά μας όλα μείναν. Το πλαστικό έκανε μεγάλες ζημιές.
Για μένα η παράδοση αλλάζει κάθε 25 χρόνια, αλλάζει κάθε γενιά. Για εμένα παραδοσιακό είναι αυτό που έφτιαχνε ο πατέρας και ο παππούς μου. Σιγά- σιγά, πήραμε ηλεκτρικό τροχό, ζυμωτήριο. Άλλαξε το επάγγελμα, αλλά κουρασμένα. Τώρα μας κατηγορούν ότι αφήσαμε την παράδοση και κάνουμε αυτά τα χρωματιστά. Και μας κοροϊδεύουν οι διανοούμενοι. Ναι, αφήκαμε την παράδοση αλλά και εσείς παίρνετε τούτα όμως, δεν παίρνετε τα παλιά. Κάνουμε κουμάρια και πουλάμε δέκα κουμάρια το χρόνο. Δεν τα παίρνει κανένας. Αυτή είναι η ζωή του Μανταμάδου»
(Στέλιος Σταμάτης, 2020)
Εργαστήριο Άννας Φωντή
Με καταγωγή από τον Μανταμάδο, αλλά μεγαλωμένη στην Αθήνα, θυμάται να περνά τα καλοκαίρια της στον Μανταμάδο, να βλέπει από κοντά και να θαυμάζει τους τεχνίτες του πηλού. Όταν τελειώνει το σχολείο μαθητεύει σε σχολή κεραμικής τέχνης στην πρωτεύουσα και ανοίγει δικό της εργαστήριο, ασχολούμενη με το χονδρικό κυρίως εμπόριο. Η δεκαετία του 1990 είναι για εκείνη και τον σύζυγό της (αγιογράφο στο επάγγελμα, με έντονη παρουσία στο εργαστήριο της Άννας Φωντή) χρονιά αλλαγών. Αποφασίζουν να μετακομίσουν μόνιμα στον Μανταμάδο και να ασχοληθούν επαγγελματικά με την κεραμική. Όταν ξεκίνησε η εισαγωγή νέων μεθόδων κατασκευής των κεραμικών τη δεκαετία του 1980, η Άννα Φωντή δεν έμενε ακόμα στον Μανταμάδο.
Για εκείνη η παράδοση εντοπίζεται περισσότερο στον χώρο, όχι στον χρόνο. Δεν κάνει διάκριση μεταξύ των χρηστικών κεραμικών που φτιάχνονταν στο παρελθόν και των διακοσμητικών που κατασκευάζονται τις τελευταίες δεκαετίες. Ούτε κάνει διάκριση μεταξύ των μεθόδων παραγωγής χθες και σήμερα. Αντίθετα, συνδέει την παράδοση με τον χώρο. Ο Μανταμάδος είναι τόπος με πλούσια κεραμική παράδοση. Η Αθήνα είναι το μεγάλο αστικό κέντρο, συνυφασμένο με τις σύγχρονες μεθόδους κατασκευής των κεραμικών, με κύριο σκοπό το χονδρικό εμπόριο, χωρίς προσωπικούς δεσμούς μεταξύ δημιουργού και αντικειμένων.
Με τη συνδρομή του συζύγου της η Άννα Φωντή χρησιμοποιεί έντονα χρώματα και μοτίβα, πειραματίζεται με τις φόρμες και δημιουργεί νέα σχέδια με έμπνευση από τα παλιά. Για παράδειγμα, το παραδοσιακό σχήμα της στάμνας μετασχηματίζεται αποκτώντας τη μορφή μιας γάτας ή μιας πάπιας. Παρά το γεγονός ότι δεν μένει πιστή στα παραδοσιακά σχήματα και μοτίβα, διατηρεί στο εργαστήριό της ειδικό χώρο, όπου εκτίθενται τα κεραμικά του Δημήτρη Κουβδή.
Με διάθεση να παρακολουθεί όλες τις τελευταίες εξελίξεις στο επάγγελμά της, έχει προμηθευτεί ακόμα και ηλεκτρονικό τροχό. Μάλιστα, με κάθε ευκαιρία καλεί τους επισκέπτες του εργαστηρίου της να δοκιμάσουν να δουλέψουν τον πηλό, προσφέροντάς τους μια διαφορετική εμπειρία για την κατασκευή ενός μανταμαδιώτικου κεραμικού.
Προφορική Μαρτυρία για Εργαστήριο Άννας Φωντή
Εργαστήρια αγγειοπλαστικής
Λέσβος, Μανταμάδος
«Πάντα ήθελα να ασχοληθώ με την κεραμική, ήταν σαν να μην είχα άλλη επιλογή. Έπιασα δουλειά σε ένα εργαστήριο κεραμικής κοντά στο σπίτι μου στην Αθήνα. Μία δεκαετία μετά, αφού δούλεψα σε πολλά εργαστήρια, έκανα δικό μου εργαστήριο, στη Νέα Ιωνία. Έπαιρνα μέρος σε εκθέσεις, δούλευα χονδρική. Μετά σκέφτηκα ότι η οικογένειά μου κατάγεται από ένα μέρος που έχει παράδοση στην κεραμική, αγαπάω το χωριό μου, τι κάνω στην Αθήνα; Μετακομίσαμε το 1995. Έχω το εργαστήριο, μου αρέσει να δείχνω τη δουλειά μου.
Τα καλοκαίρια, όταν ερχόμουν, πάντα έβλεπα τους ανθρώπους στα εργαστήρια. Και είχα παρατηρήσει ότι ενώ στην Αθήνα δουλεύαμε τον άσπρο πηλό, εδώ επικρατούσε ο κεραμιδής. Και όταν ήρθα εδώ, κράτησα σε μερικά κομμάτια τον άσπρο, αλλά δεν μπορούσα να μην ασχοληθώ και με τον κόκκινο, τον παραδοσιακό»
(Άννα Φωντή, 2020)
Αλεξάκης, Ε., 2001, Ταυτότητες και ετερότητες: Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα – Βαλκάνια. Εκδόσεις: Δωδώνη
Αλεξάκης, Ε., 2018 Το εθνογραφικό ημερολόγιο του Μανταμάδου Λέσβου. Το καφενείο, η προίκα, η θυσία (1995-1999), Αθήνα
Αξιώτης, Μ., 1992, Περπατώντας στη Λέσβο, Τόμος Α’. Μυτιλήνη.
Αξιώτης, Μ., 2006, Τα γεφύρια της Λέσβου. Μυτιλήνη: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λέσβου.
Βέης, Δ., 1998, Απ’ο,τι μπόρεσα να θυμηθώ: Γιατί ο Μανταμάδος έγινε κόκκινος.Μανταμάδος
Γιαννοπούλου, Μ., Σ. Δεμέστιχα, 1998, Τσκαλαριά : Τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής της περιοχής Μανταμάδου Λέσβου. Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής & Κοινότητα Μανταμάδου.
Δήσσος, Ε., 1992 Το ιστορικό και τα θαύματα του Ταξιάρχη. Τόμοι Α’ και Β’
Διονυσόπουλος Ν., Μάργαρη Ζωή και Γιώργος Νικολάκης, 1997, Λέσβος Αιολείς. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
Ιωάννα Κατσαργύρη – Μαρκεζίνη, Ι.,2014. “Λουτρά και Χαμάμ στη Μυτιλήνη: Κοινωνικές και Πολιτισμικές Πρακτικές(τέλη 19ουαι. – τέλη 20ού αι.) Συμβολή στη Λαογραφική Μελέτη της Χρήσης του Νερού και της Σωματικής Καθαριότητας. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. (αναφορά σε Λουτρό Μανταμάδου, σελ. 319-320)
Καπιωτάς Μ., 2010, Άνθρωποι και επαγγέλματα: Χώροι και καταστήματα του Μανταμάδου στις δεκαετίες ‘50 -’60. Εντελέχεια: Μυτιλήνη.
Καρανικόλας, Α., 2009, Ογδόντα χρόνια Μανταμαδιώτης: Όσα ήξερα και όσα άκουσα. Εκδόσεις: Δήμος Μανταμάδου Λέσβου.
Καρανικόλας, Απ., 2018, Παραδοσιακά Τραγούδια από τον Μανταμάδο Λέσβου. Εκδόσεις: Σύλλογος Γυναικών Μανταμάδου.
Κοντής, Ι., 1978, Λέσβος και η Μικρασιατική της περιοχή. ΑθήναικόνΚέντρον Οικιστικής.
Κουτρης, Σ., 1999, Κεραμικές μορφές της Λέσβου, Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος.
Λυκιαρδοπούλου, Σ., 2008. Η εκπάιδευση στη Λέσβο κατά την τελευταία περίοδο της Οθωμανοκρατίας (1800-1912). Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Μακακούλια Κ., 2016-2017, “Τα μοναστήρια της Λέσβου: Η περίπτωση της Ι.Μ. Ταξιαρχών Μανταμάδου”. Αιολικά Χρονικά, Τόμος ΙΗ’
Μαραντζίδης Ν., 1995, «Το θρησκευτικό μέσα στο πολιτικό: θρησκεία και πολιτική σε μια αγροτική κοινότητα της Λέσβου», Νέα Κοινωνιολογία, 20, σελ.36-44, 1995.
Μαραντζίδης, Ν., 1993, «Ο κομμουνισμός στον ελλαδικό αγροτικό χώρο. Η περίπτωση του Μανταμάδου, 1922-1985», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης 2(2): 101-124.
Μιχαηλάρης, Π., 2014, “Το χωριό Μανταμάδος της Αέσβου και ο Ταξιάρχης του”, (Πρακτικά Συμποσίου με τίτλο: “Τοπικές κοινωνίες στον θαλάσσιο και ορεινό χώ΄ρο στα νότια Βαλκάνια, 18οσ και 19ος αιώνας”, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ιστορίας, Κέκυρα, 24-26 Μαΐου 2012)
Παναγοπούλου, Μ., 2014, “Η βιομηχανική Λέσβος του 19ου και 20ου αιώνα. Παρελθόν, παρόν και μέλλον”. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Παρασκευαΐδης, Γ., 1987, Μανταμάδος Λέσβου: Ιστορικά – λαογραφικά κείμενα και φωτογραφίες. Θεσσαλονίκη.
Παρασκευαΐδης, Π., 1983,“Παγανιστικοί τόποι χριστιανικής λατρείας στη Λέσβο”, Περιοδικό: Τα Ψαρα
Παρασκευαΐδης, Π., 2020, Τούρκικες λέξεις στο μανταμαδιώτικο γλωσσικό ιδίωμα. Σύλλογος Γυναικών Μανταμάδου.
Παρασκευαΐδης, Σ. 1956, Επιβίωσης του αρχαίου Ελληνικού Βίου εν Λέσβω. Μυτιλήνη.
Πασπαλά, Δ., 2018, Ψίθυροι στο κύμα. Εκδόσεις Αγγελάκη
Πλάτανος, Β., 1963, Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια. Αθήνα.
Προδρόμου Αναγνώστου Οικονόμου, 1935, Η Ματωμένη Αρχοντοπούλα. Μυτιλήνη
Σαραντινού, Α., “Αγωνιστές” και “Αδιαφόρετοι”. Πολιτική έκφραση, Θρησκευτική πίστη και Ανδρισμός στο Μανταμάδο Λέσβου. Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. .
Σηφουνάκης, Ν., Β. Κουτσκουδή, Σ. Φραντζέσκου & Σ. Χαλαυτής , 1986, Βιομηχανικά κτήρια στη Λέσβο 19ος και αρχές 20ου αιώνα: Ελαιοτριβεία, Σαπωνοποιεία. Αθήνα; Νομαρχία Λέσβου
Τα Μανταμαδιώτικα, τ. 23/64/ 118 / 139 /150
Φραντζέσκου Μιχάλη Σ., 2005, “ Η τελετουργία της Ταυροθυσίας στον Μανταμάδο της Λέσβου”. Αιολικά Χρονικά, τ. Ζ (σ.σ. 232-260)
Ψαρρός Δ., 1983, “Ο Παληός και η σημασία του στον Αιολικό χώρο”. Γράμματα Τέχνες, Β
Ιστοσελίδες
Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Λέσβου, Εργαστήριο Κοινωνικής και Πολιτισμικής Επικοινωνίας και Τεκμηρίωσης και Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
- Άννα Τσουκαλά
- Μαρία Στυλιανίδου
- Άννα Φωντή
- Γιάννης Καρανικόλας
- Γρηγόρης Θεοδοσίου
- Δημήτρης Καρατζιτζής
- Δημήτρης Κουβδής
- Μαρία Γροσομανίδη
- Παναγιώτης Σταμάτης
- Παναγιώτης Τιτιγάρης
- Στέλιος Σταμάτης