Αρχοντικό «Χαλίμ Μπέη» | MYT0029
Τριώροφη αρχοντική κατοικία της οθωμανικής περιόδου (κονάκι), η οποία ανήκε στον τελευταίο απόγονο της οικογένειας των Κουλαξίδηδων, τον Χαλίμ Μπέη. Ο Χαλίμ Μπέης ήταν αξιωματούχος της οθωμανικής διοίκησης και γαιοκτήμονας, ιδιοκτήτης μεγάλης έκτασης γύρω από το βόρειο λιμάνι της Μυτιλήνης. Το κτίριο κατασκευάστηκε γύρω στο 1880 και χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία της οικογένειας μέχρι και το 1923. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, η ιδιοκτησία περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο και στα δωμάτια του κτιρίου στεγάστηκαν για χρόνια οικογένειες μικρασιατών προσφύγων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησαν εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου από τον Δήμο Μυτιλήνης και από το 1999 λειτουργεί πλέον ως Δημοτική Πινακοθήκη.
Η κατοικία οργανώνεται σε τρια επίπεδα, έχει σχεδόν τετραγωνική κάτοψη και καλύπτεται με σύνθετη ξύλινη στέγη. Αρχιτεκτονικά, παρουσιάζει στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της οθωμανικής περιόδου και μια λιτή προσαρμογή νεοκλασικών προτύπων, όπως η συμμετρία, η τριμερής διάρθρωση και η αετωματική απόληξη. Η αρχική κατασκευή φαίνεται ότι αποτελούταν από μικτό σύστημα λιθοδομής και ξυλοκατασκευής (τσατμάς). Η κύρια όψη της είναι συμμετρικά διαμορφωμένη ως προς τον κεντρικό κατακόρυφο άξονα, με το κεντρικό της τμήμα να προβάλλει σχηματίζοντας πρόπυλο. Το εξέχον τμήμα του ορόφου παραπέμπει σε σαχνισί, έχει ωστόσο αετωματική απόληξη, κοσμείται με πραστάδες στις ακμές και στηρίζεται σε δυο ζεύγη κιόνων. Στην είσοδο της κατοικίας οδηγεί κλιμακοστάσιο το οποίο καταλήγει σε βεράντα υποδοχής, στεγαζόμενη από το πρόπυλο. Δευτερεύουσες είσοδοι εμφανίζονται στις πλαινές όψεις. Τα ανοίγματα διατάσσονται ρυθμικά, σε κατακόρυφους άξονες και στέφονται με προεξέχον γείσο στην κύρια όψη. Στον αύλειο χώρο της ιδιοκτησίας σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση το λουτρό (χαμάμ) της παλιάς κατοικίας.
Δικαστικό Μέγαρο Μυτιλήνης | MYT0030
Το κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το Δικαστικό Μέγαρο, κατασκευάστηκε την περίοδο 1891-1896, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Δημήτρη Μεϊμάρη για να στεγάσει το Οθωμανικό Γυμνάσιο της Μυτιλήνης (Ινταντιέ). Το 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάννης και την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, το κτίριο περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο και έκτοτε λειτουργεί ως Δικαστικό Μέγαρο. Σήμερα, προστατεύεται ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.
Η αρχιτεκτονική του κτιρίου αποτελεί δείγμα ενός ανατολίτικου ιδιώματος του νεοκλασικισμού, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την οθωμανική διοίκηση στο σχεδιασμό των δημοσίων κτιρίων των επαρχιών. Στην κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν δομικά υλικά από τα ερείπια αρχαίου κτίσματος που σωζόταν στο ίδιο γήπεδο (πιθανά ρωμαϊκό ιερό της Αιθιοπίας Αρτέμιδος). Κατά την αρχική λειτουργία του κτιρίου, στο υπόγειο στεγαζόταν το εργαστήριο φυσικής και το εστιατόριο. Στο ισόγειο υπήρχαν επτά αίθουσες διδασκαλίας, το «ιερόν», το γραφείο του διευθυντή και των καθηγητών. Στον πρώτο όροφο ήταν οι κοιτώνες των εσωτερικών μαθητών. Η πρόσοψη οργανώνεται με κεντρικό κατακόρυφο άξονα συμμετρίας και τριμερή επιμερισμό, τόσο οριζόντιο σε «βάση-κορμό-στέψη», όσο και κατακόρυφο. Το κεντρικό τμήμα, στο οποίο τοποθετείται η είσοδος, τονίζεται με ιδιαίτερο διάκοσμο από μαρμαρόγλυπτα στοιχεία. Το επίπεδο του ισογείου κοσμείται με παραστάδες εν είδει δωρικών κιόνων, οι οποίες στηρίζουν πλήρη κλασικιστικό θριγκό. Στο επίπεδο του ορόφου, οι παραστάδες φέρουν ιωνικού τύπου επίκρανα και στηρίζουν επιστήλιο όπου υπάρχει η εγχάρακτη επιγραφή «ΜΕΓΑΡΟΝ ΘΕΜΙΔΟΣ». Το επίπεδο της στέψης δημιουργεί κεντρική τοξωτή απόληξη η οποία κοσμείται άνωθεν και εκατέρωθεν με φυτικό μαρμαρόγλυπτο διάκοσμο. Τα δύο επίπεδα του κτιρίου διαχωρίζονται στην όψη με διακοσμητικό διάζωμα δωρικού τύπου, με μετόπες και τρίγλυφα. Τα ανοίγματα των δύο επιπέδων πλαισιώνονται με λίθινες κορνίζες και φέρουν διακοσμητικούς γεισίποδες στο κάτω μέρος. Τα μεν ανοίγματα του ισογείου φέρουν τοξωτό υπέρθυρο με διακοσμητικό κλειδί, ενώ σε αυτά του ορόφου το υπέρθυρο είναι ελαφρώς τοξοειδές χωρίς άλλο διάκοσμο.
Μεσοπολεμική Κατοικία «Βιτούλια» | MYT0031
Αστική κατοικία, αξιόλογο δείγμα του μεσοπολεμικού μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική. Αρχικός ιδιοκτήτης ήταν ο Γεώργιος Βιτούλιας, κτηματίας και πολιτικός, ο οποίος υπηρέτησε επί μακρόν ως βουλευτής Λέσβου. Το κτίριο κατασκευάστηκε την περίοδο 1932-1936 σε σχέδια του Λέσβιου στην καταγωγή μηχανικού κ. Σαραντίδη, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Γερμανία. Για κάποια χρόνια φιλοξένησε λειτουργίες του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Το κτίριο είναι κυβόσχημο με τετραγωνική κάτοψη, η οποία οργανώνεται σε τέσσερα επίπεδα: ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο, όροφο και δώμα. Η κατασκευή του ακολουθεί το σύστημα «Δοκός επί Στύλων» από οπλισμένο σκυρόδεμα και στέγαση με δώμα. Χαρακτηριστικά του κτιρίου αποτελούν η αυστηρή γεωμετρία, οι καθαροί όγκοι και οι λιτές γραμμές, σύμφωνα με τις επιταγές του μοντέρνου κινήματος στην αρχιτεκτονική. Η απουσία διακοσμητικής διάθεσης και η χρήση σύγχρονων δομικών υλικών διαφοροποιούν τα κτίρια του μοντερνισμού από αυτά των προγενέστερων αρχιτεκτονικών ρευμάτων. Εδώ κυριαρχούν οι ευθείες γραμμές και οι ορθές γωνίες. Η είσοδος τοποθετείται κεντρικά, σε υποχώρηση από το επίπεδο της πρόσοψης, ενώ σε αυτήν οδηγεί μαρμάρινο κλιμακοστάσιο. Ξεχωρίζει η ξύλινη εξώθυρα με το γεωμετρικό υαλοστασιο και τον υπερκείμενο φεγγίτη από χρωματισμένο γυαλί. Τα ανοίγματα είναι τριμερή με ξύλινα κουφώματα και ρολά. Στον όροφο δημιουργείται έκκεντρα ημιυπαίθριος χώρος από την υποχώρηση της εξωτερικής τοιχοποιίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το κατακόρυφο άνοιγμα του κλιμακοστασίου στην νοτιοανατολική όψη, όπως και το ιδιαίτερο κιγκλίδωμα του αύλειου χώρου.
Γενική Γραμματεία Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής | MYT0032
Το κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται η Γενική Γραμματεία Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής κατασκευάστηκε το 1893 από τον μουτεσαρίφη της Μυτιλήνης, Χιφζή πασά, για να στεγάσει το Οθωμανικό Διοικητήριο, την έδρα της οθωμανικής διοίκησης αρχικά του νησιού και έπειτα του βιλαετιού των νησιών του Αρχιπελάγους. Στο κτίριο αυτό έγινε στις 8 Νοεμβρίου 1912 η παράδοση της διοίκησης της Μυτιλήνης στον Έλληνα στρατιωτικό διοικητή Κωνσταντίνο Μελά. Το 1920 το κτίριο παραχωρήθηκε από τη μουσουλμανική κοινότητα Μυτιλήνης ως δωρεά στο ελληνικό κράτος για να λειτουργήσει ως ορφανοτροφείο. Εκεί εγκαταστάθηκε το «Άσυλο Παιδός» στο οποίο φιλοξενήθηκαν πολλά παιδιά και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Το ίδρυμα μετέπειτα μετονομάσθηκε σε «Κέντρο Παιδικής Μερίμνης Αρρένων Μυτιλήνης - Κ.Π.Μ.Α.Μ». Το 1987, το ορφανοτροφείο μεταφέρθηκε σε άλλες εγκαταστάσεις και στο παλιό τουρκικό διοικητήριο στεγάστηκε το νεοϊδρυθέν Υπουργείο Αιγαίου. Το 2009 το Υπουργείο Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής συγχωνεύθηκε με το Υπουργείο Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων. Από το 2010 το κτίριο στεγάζει τη Γενική Γραμματεία Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής.
Το κτίριο είναι χτισμένο σε οικόπεδο έκτασης δώδεκα στρεμμάτων. Η συνολική επιφάνεια των χώρων του είναι περίπου 1200 τετραγωνικά μέτρα. Το διοικητήριο αρχικά αποτελούταν μόνο από τον κτιριακό όγκο που υπάρχει μέχρι σήμερα στο μέτωπο του δρόμου, της σημερινής οδού Μικράς Ασίας. Οι όψεις του αρχικού κτιρίου διαμορφώνονται με βάση τα νεοκλασικά πρότυπα. Η πρόσοψη οργανώνεται με κεντρικό κατακόρυφο άξονα συμμετρίας και τριμερή επιμερισμό, τόσο οριζόντιο σε «βάση-κορμό-στέψη», όσο και κατακόρυφο. Το κεντρικό τμήμα προβάλει, δημιουργώντας πρόπυλο με κιονοστοιχία και κοσμείται με αέτωμα στο επίπεδο της στέψης. Τα ανοίγματα του ορόφου ελαφρά τοξωτά υπέρθυρα τα οποία κοσμούνται με προεξέχον γείσο και «κλειδί». Τα ανοίγματα του ισογείου είναι γενικά απλούστερα, εκτός από αυτά που βρίσκονται εκατέρωθεν της κεντρικής εισόδου, τα οποία κοσμούνται με οδοντωτή κορνίζα από λίθινους πεσσούς. Με αντίστοιχο τρόπο είναι διακοσμημένη και η κεντρική είσοδος.
Την σημερινή του μορφή το κτίριο την πήρε την περίοδο 1988-1989, όταν στεγάστηκε εκεί το Υπουργείο Αιγαίου και έγιναν επεμβάσεις που περιλάμβαναν την συντήρηση των υπαρχουσών εγκαταστάσεων, αλλά και την επέκτασή τους. Κατά τη διάρκεια των έργων επισκευής ανακαλύφθηκε στη νότια πλευρά του κτιρίου αρχαιολογικό πηγάδι από το οποίο ανασύρθηκαν σημαντικά ευρήματα των κλασικών χρόνων που σήμερα εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο Μυτιλήνης. Στον αύλειο χώρο επίσης βρέθηκαν αποθήκες με πολεμικό υλικό της Οθωμανικής περιόδου. Το 2001 έγιναν επισκευές στο κυρίως κτίριο και στον περιβάλλοντα χώρο. Κατά την περίοδο 2005-2007 ανακατασκευάστηκε το ανατολικό κτίριο του συγκροτήματος και επισκευάστηκαν τμήματα της βόρειας και νότιας πτέρυγας του.
Αρχοντική κατοικία | ΜΥΤ0033
Διώροφη αρχοντική κατοικία, κατασκευασμένη στις αρχές του 20ου αιώνα ακολουθώντας τα πρότυπα του νεοκλασικισμού. Η κατοικία είχε αρχικά κάτοψη σχήματος «Γ» και ξύλινη στέγη με γαλλικού τύπου επικεράμωση, ωστόσο μεταγενέστερα προστέθηκε κτιριακός όγκος στεγαζόμενος με δώμα στη βόρεια πλευρά. Οι χώροι της οργανώνονται σε τρία επίπεδα: ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο και όροφος. Η κύρια όψη της παρουσιάζει τριμερή διάρθρωση ως προς τον οριζόντιο άξονα, σύμφωνα με το κλασικιστικό τρίπτυχο βάση-κορμός-στέψη. Τη στέψη του κτιρίου ορίζει διμερές γείσο και μετωπιαίο στηθαίο που σε σημεία παρουσιάζει μπαλούστρες, ενώ στη βόρεια πλευρά διαμορφώνει διακοσμητικό αέτωμα. Τα επίπεδα διαχωρίζονται μεταξύ τους με προεξέχουσες ταινίες. Ως προς τον κατακόρυφο άξονα, η κύρια όψη οργανωνόταν αρχικά σε δύο τμήματα, το ένα σε υποχώρηση προς το επίπεδο του άλλου. Στην είσοδο οδηγεί μεγαλοπρεπές μαρμάρινο κλιμακοστάσιο και βεράντα υποδοχής, στα οποία οδηγείται κανείς διαμέσου του προκηπίου και της περίτεχνα διακοσμημένης μεταλλικής αυλόθυρας. Την είσοδο πλαισιώνει μαρμαρόγλυπτο περιθύρωμα. Η εξώθυρα είναι δίφυλλη, ξύλινη με ανάγλυφες λεπτομέριες, υαλοστάσια και περίτεχνο προστατευτικό κιγκλίδωμα. Τη ζώνη της εισόδου τονίζει ο υπερκείμενος μαρμάρινος εξώστης, στηριζόμενος σε χυτοσιδηρά φουρούσια. Τα ανοίγματα φέρουν στο σύνολό τους λιτή πλαισίωση, ενώ οι ποδιές τους βρίσκονται σε υποχώρηση.
Δίδυμες αστικές κατοικίες | ΜΥΤ0034-35
Ζεύγος δίδυμων διώροφων αστικών κατοικιών, κατασκευασμένων στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι κατοικίες ανεγέρθηκαν ταυτόχρονα, πιθανά ως προίκα αδερφών της ίδιας οικογένειας, όπως οι περισσότερες δίδυμες κατοικίες αυτής της περιόδου. Είναι σήμερα χαρακτηρισμένες ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία και έργα τέχνης.
Αρχιτεκτονικά, οι κατοικίες ενσωματώνουν νεοκλασικά χαρακτηριστικά, όπως η τριμερής διάρθρωση των όψεων σε βάση-κορμό-στέψη. Τα τμήματα διαχωρίζονται μεταξύ τους με οριζόντιες ταινίες. Η βάση διαμορφώνεται με μικρά ανοίγματα και οριζόντιες σκοτίες, ενώ τη στέψη ορίζει τριμερές γείσο και συνεχές στηθαίο με ρυθμικούς κατακόρυφους πεσσούς. Όλα τα ανοίγματα στο επίπεδο του κορμού φέρουν πλούσιο, κλασικιστικό διάκοσμο με ρόδακες, γείσο και γεισίποδες στην στέψη, ενώ οι ποδιές φέρουν ανάγλυφο γεωμετρικό μοτίβο. Η εξώθυρες είναι δίφυλλες, ξύλινες με ανάγλυφες λεπτομέριες, υαλοστάσια και περίτεχνα προστατευτικά κιγκλιδώματα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κατοικιών αποτελούν οι δυο πολυγωνικοί εξώστες που βρίσκονται πάνω από τις εισόδους, φέρουν περίτεχνο χιτοσιδηρό κιγκλίδωμα και στηρίζονται σε κτιστά φουρούσια.
Αρχοντική κατοικία | ΜΥΤ0036
Αρχοντική κατοικία κατασκευασμένη την περίοδο από τα τέλη του του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου, συνδυάζοντας νεοκλασσικά και ανατολίτικα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Η κατοικία έχει τετραγωνική κάτοψη και στεγάζεται με τετράριχτη στέγη με γαλλικού τύπου επικεράμωση. Οι χώροι της οργανώνονται σε τέσσερα επίπεδα: ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο, όροφος και σοφίτα. Η κύρια όψη της έχει τριμερή διάρθρωση, τόσο οριζόντια όσο και κατακόρυφη. Ως προς τον οριζόντιο άξονα, οργανώνεται σύμφωνα με το κλασικιστικό τρίπτυχο βάση-κορμός-στέψη. Τη στέψη του κτιρίου ορίζει στηθαίο με μπαλούστρες, ενώ η βάση διαχωρίζεται από το ανώτερο επίπεδο με περιμετρική λίθινη ταινία. Ως προς τον κατακόρυφο άξονα, η κύρια όψη οργανώνεται σε τρια τμήματα, με την είσοδο να τοποθετείται στο κεντρικό. Σε αυτήν οδηγεί μικρό κλιμακοστάσιο και βεράντα υποδοχής. Η είσοδος φέρει μαρμαρόγλυπτο περιθύρωμα με διακοσμητικό γείσο. Στο επίπεδο του ορόφου εμφανίζεται κεντρικά ξύλινη αρχιτεκτονική προεξοχή εν είδει στεγασμένου εξώστη, η οποία στηρίζεται σε χυτοσιδηρά φουρούσια και φέρει περίτεχνο ξυλόγλυπτο διάκοσμο. Το κεντρικό τμήμα καταλήγει στο επίπεδο της στέγης σε μικρό εξώστη με τοξωτό άνοιγμα, τύπου belvedere. Τα ανοίγματα πλαισιώνονται με κορνίζες και οι ποδιές τους κοσμούνται με γεισίποδες. Οι ακμές του κτιρίου είναι τονισμένες με επίπλαστους οδοντωτούς γωνιόλιθους.
Αρχοντική κατοικία | ΜΥΤ0037
Διώροφη αρχοντική κατοικία, κατασκευασμένη στις αρχές του 20ου αιώνα ακολουθώντας τις αρχές του νεοκλασικισμού. Η κατοικία έχει σχεδόν τετραγωνική κάτοψη και στεγάζεται με τετράριχτη στέγη με γαλλικού τύπου επικεράμωση. Οι χώροι της οργανώνονται σε τρία επίπεδα: ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο και όροφος. Η κύρια όψη της έχει τριμερή διάρθρωση, τόσο οριζόντια όσο και κατακόρυφη. Ως προς τον οριζόντιο άξονα, οργανώνεται σύμφωνα με το κλασικιστικό τρίπτυχο βάση-κορμός-στέψη και προοδευτική ένταση του διάκοσμου καθ’ ύψος. Τη στέψη του κτιρίου ορίζει τριμερές γείσο και συνεχές περιμετρικό στηθαίο, ενώ τα επίπεδα διαχωρίζονται μεταξύ τους με προεξέχουσα ταινία. Ως προς τον κατακόρυφο άξονα, η κύρια όψη οργανώνεται σε τρια τμήματα, με την είσοδο να τοποθετείται στο κεντρικό. Σε αυτήν οδηγεί μικρό κλιμακοστάσιο διαμέσου του προκηπίου. Η είσοδος βρίκεται σε υποχώρηση ως προς το επίπεδο της όψης. Η εξώθυρα είναι δίφυλλη, ξύλινη με υαλοστάσια και περίτεχνο προστατευτικό κιγκλίδωμα. Στο επίπεδο του ορόφου εμφανίζεται κεντρικά μαρμάρινος εξώστης, στηριζόμενος σε χυτοσιδηρά φουρούσια. Η εξωστόθυρα είναι ιδιαίτερα επιμελημένη, φέρει τοξωτό υπέρθυρο με γλυπτικά διακοσμημένο κλειδί και περσιδωτά σκούρα. Τα ανοίγματα του ορόφου είναι ιδιαίτερα διακοσμημένα με αέτωμα στηριζόμενο σε γλυπτικούς γεισίποδες. Του ισογείου είναι απλούστερα και φέρουν λιτά ευθύγραμμα γείσα. Οι ακμές του κτιρίου είναι τονισμένες με επίπλαστους οδοντωτούς γωνιόλιθους στο επίπεδο του ισογείου, ενώ εξελίσσονται σε παραστάδες με κορινθιακού τύπου επίκρανα στον όροφο. Με όμοιες παραστάδες πλαισιώνεται και το κεντρικό τμήμα της όψης, το οποίο καταλήγει σε διακοσμητικό αέτωμα στο επίπεδο της στέγης. Την συμμετρία της όψης τονίζουν επιπλέον οι δύο διακοσμητικές κόγχες με αρχαιοελληνικού τύπου αγάλματα που βρίσκονται εκατέρωθεν του εξώστη.
Αρχοντική κατοικία «Κατσακούλη» | ΜYT0038
Αρχοντική κατοικία, κατασκευασμένη περίπου το 1912 για να στεγάσει την οικογένεια του εμπόρου ελαιολάδου Σωτήρη Κατσακούλη. Η κατοικία ανεγέρθηκε σε μακρόστενο οικόπεδο στην αρχοντική συνοικία Κιόσκι. Την επιμέλεια των σχεδίων και της κατασκευής φέρεται να είχαν οι εμπειρικοί αρχιτέκτονες και πελεκάνοι Δημήτρης Μεϊμάρης, Βούρος και Πέτρος Βέκιος. Σήμερα, το κτίριο έχει επισκευαστεί και κατοικείται από νέους ιδιοκτήτες.
Η κάτοψη του κτιρίου είναι σχεδόν τετραγωνική και οργανώνεται σε τρια επίπεδα: ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο και όροφος. Μορφολογικά, το κτίριο αποτελεί μια εκλαϊκευμένη έκφραση του νεοκλασικισμού, καθώς παρουσιάζει ένα πλήθος νεοκλασικών διακοσμητικών στοιχείων σε πυκνή παράθεση. Η κύρια όψη οργανώνεται σε τρεις κατακόρυφους άξονες ανοιγμάτων και έχει διμερή διάρθρωση. Στο δεξιό τμήμα τοποθετείται η κεντρική είσοδος με τον υπερκείμενο εξώστη. Η κεντρική είσοδος πλαισιώνεται από μαρμαρόγλυπτο περιθύρωμα, επιστύλιο διακοσμημένο με άνθινες κορδέλες, γείσο και περίτεχνους γεισίποδες. Η εξώθυρα είναι δίφυλλη, ξύλινη με ανάγλυφα στοιχεία και υαλοστάσια με ιδιαίτερα περίτεχνο προστατευτικό κιγλίδωμα. Αντίστοιχο κιγκλίδωμα προστατεύει και τον υπερκείμενο τετραγωνικό φεγγίτη. Το αριστερό μέρος της όψης παρουσιάζει ενιαίο επιμήκη εξώστη, στηριζόμενο σε εντυπωσιακά λιθόγλυπτα φουρούσια. Οι τρεις εξώστες του ορόφου είναι μαρμάρινοι και στηρίζονται σε χυτοσιδηρά φουρούσια. Οι κορνίζες των ανοιγμάτων κοσμούνται περιμετρικά με ανάγλυφους ρόδακες, ενώ φέρουν γείσο και γεισίποδες ως επίστεψη. Η βάση του κτιρίου διαμορφώνεται με εμφανή λιθοδομή, επιμελώς λαξευμένη με οριζόντιες σκοτίες. Τα δύο ανώτερα επίπεδα διαχωρίζονται από τη βάση, καθώς είναι επιχρισμένα, ενώ φέρουν αντίστοιχα εγχάρακτες σκοτίες. Τη στέψη του κτιρίου ορίζει στηθαίο και προξέχον γείσο με ρυθμικούς διακοσμητικούς γεισίποδες. Στο κάτω μέρος του γείσου εμφανίζεται περιμετρική ταινία με κυμάτιο ανατολίτικης πιθανώς προέλευσης. Όλοι οι χώροι υποδοχής φέρουν επίπλαστο και ζωγραφικο διάκοσμο που επιμελήθηκε ο Β. Ιθακήσιος.
Αρχοντική κατοικία «Μιχαήλ Κατσάνη» | ΜΥΤ0039
Αρχοντική κατοικία, κατασκευασμένη γύρω στο 1906 για να στεγάσει την οικογένεια του Μ. Κατσάνη, λέσβιου εμπόρου της διασποράς και επί σειρά ετών δημογέροντα Μυτιλήνης. Τα σχέδια επιμελήθηκε ο αρχιτέκτονας Αργύρης Αδαλής και την επίβλεψη της κατασκευής ανέλαβε ο Ασημάκης Φούσκας. Στο εσωτερικό του κτιρίου σώζονται οι οροφογραφίες των χώρων υποδοχής που επιμελήθηκαν ο Μ. Κωνσταντινίδης και πιθανά ο Β. Ιθακήσιος. Η κατοικία παραμένει σήμερα στην ιδιοκτησία απογόνων της οικογένειας και έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.
Η κάτοψη του κτιρίου είναι τετραγωνική και καλύπτεται με ξύλινη τετράριχτη κεραμοσκεπή. Αρχιτεκτονικά, η κατοικία ακολουθεί τα νεοκλασικά πρότυπα, με τριμερή διάρθρωση των όψεων και συμμετρία ως προς τον κεντρικό κατακόρυφο άξονα. Στην κύρια όψη, το κεντρικό τμήμα τονίζεται με ζεύγος ψηλών παραστάδων που καταλήγουν σε περίτεχνα επίκρανα. Κεντρικά τοποθετείται η είσοδος με κλασικιστικό μαρμάρινο περιθύρωμα, με προεξέχον γείσο και ανάγλυφους γεισίποδες ως επίστεψη. Ο υπερκείμενος εξώστης είναι επίσης μαρμάρινος και στηρίζεται σε χυτοσιδηρά φουρούσια. Το κεντρικό τμήμα δημιουργεί αέτωμα στο επίπεδο της στέψης. Εκατέρωθεν του κεντρικού τμήματος τοποθετούνται σε δυο κατακόρυφους άξονες ανοίγματα με λιτό ευθύγραμμο γείσο και γεισίποδες ως επίστεψη. Οι ακμές του κτιρίου είναι ιδιαίτερα τονισμένες με ζεύγη παραστάδων που υψώνονται μέχρι το τριμερές γείσο της στέγης. Η διάθεση τονισμού της κατακόρυφης διάστασης εκφράζεται με την απουσία ταινίας διαχωρισμού των επιπέδων. Η βάση του κτιρίου αποδίδεται με λίθινη διαχωριστική ταινία και λιτές λίθινες κορνίζες στα ανοίγματα. Ο όροφος σε νεότερη επέμβαση έχει αποκτήσει ανεξάρτητη πρόσβαση από την πλαϊνή όψη. Στην πίσω όψη υπάρχουν επίσης επεμβάσεις με μεταγενέστερους εξώστες.
Αρχοντική κατοικία «Τζέιμς Αριστάρχη» | MYT0040
Η κατασκευή της συγκεκριμένης οικίας χρονολογείται στα τέλη του 19ου αι. Αρχικός ιδιοκτήτης ήταν ο γνωστός νομομηχανικός της Λέσβου Ιάκωβος (Τζέιμς) Αριστάρχης, από τον οποίο έχει πάρει το όνομά της και η οδός επί της οποίας βρίσκεται το συγκεκριμένο κτίριο. Ο Ιάκωβος Αριστάρχης καταγόταν από επιφανή Φαναριώτικη οικογένεια. Μεγάλωσε στη Σάμο και σπούδασε στο Παρίσι, στην Οξφόρδη της Αγγλίας και αργότερα στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Κατείχε υψηλή θέση στην τούρκικη διοίκηση σαν αρχιμηχανικός Νήσων Αρχιπελάγους και ανέπτυξε σημαντικότατο έργο στην κατασκευή δικτύων δρόμων στα νησιά Λέσβο, Χίο, Ρόδο και Ικαρία. Παντρεύτηκε γόνο μυτιληνιάς οικογένειας και έχτισε τη συγκεκριμένη οικία για να εγκατασταθεί στο Κιόσκι, πριν μετακομίσει αργότερα στη Σουράδα.
Το 1989 το κτίριο αγοράστηκε από τον σημερινό ιδιοκτήτη, αποκαταστάθηκε και υπέστη πολλές επεμβάσεις κυρίως στο εσωτερικό. Τα ξύλινα πατώματα έχουν αντικατασταθεί με πλάκες από οπλισμένο σκυρόδεμα και ορισμένοι χώροι έχουν ενοποιηθεί για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ιδιοκτητών. Τα κουφώματα έχουν αντικατασταθεί, με μόνη εξαίρεση τρεις εσωτερικές πόρτες στο επίπεδο του πρώτου ορόφου. Οι επίσημοι χώροι του πρώτου ορόφου είναι διακοσμημένοι με εντυπωσιακές οροφογραφίες.
Το αρχοντικό διαθέτει τρεις ορόφους, εκ των οποίων οι δύο (ισόγειο και όροφος) είναι κατασκευασμένοι από πέτρα, ενώ ο τρίτος (σοφίτα) είναι κατασκευασμένος από ξύλο. Στη διακόσμηση των όψεων γίνεται χρήση νεοκλασικών και εκλεκτικιστικών στοιχείων, όπως αετώματα, γεισίποδες και παραστάδες με περίτεχνα επίκρανα. Η μεγάλη προεξοχή της στέγης κοσμείται με ξύλινα περίτεχνα φουρούσια και «δαντελωτό» ξυλόγλυπτο περιμετρικό γείσο ανατολίτικων επιρροών.
Αρχοντική κατοικία «Βασίλειου Γούτου» | MYT0041
Η κατοικία ανεγέρθηκε γύρω στο 1907 για να στεγάσει την οικογένεια του Βασίλειου Γούτου, εμπόρου ελαιολάδου και δημογέροντα της Μυτιλήνης. Το κτίριο παραμένει στην ιδιοκτησία απογόνων της οικογένειας και στεγάζει τις τελευταίες δεκαετίες υπηρεσίες του Δημοσίου (σήμερα το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης).
Η κατοικία έχει σχεδόν τετραγωνική κάτοψη και οργανώνεται σε τέσσερα επίπεδα: ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο, όροφος και σοφίτα. Η στέγη είναι σύνθετη, ξύλινη, με γαλλικού τύπου επικεράμωση και παρουσιάζει τοξοειδείς φεγγίτες για τον ηλιασμό της σοφίτας. Χαρακτηριστικό του κτιρίου αποτελεί ο ημικυλινδρικός όγκος στη βόρεια πλευρά, στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν η τραπεζαρία. Κατ’ αντιστοιχία, καμπυλωμένη παρουσιάζεται η γωνιακή απότμηση της βόρειας όψης, η οποία μάλιστα τονίζεται από την ύπαρξη εξώστη. Μορφολογικά, το κτίριο παρουσιάζει έναν συνδυασμό νεοκλασικών χαρακτηριστικών με στοιχεία άλλων ευρωπαϊκών ρυθμών που το κατατάσσουν στο στυλ του εκλεκτικισμού. Η ασύμμετρη ογκοπλασία του και οι καμπύλες αποτμήσεις παραπέμπουν στο στυλ Picturesque, ενώ το ελλειψοειδές κεντρικό κλιμακοστάσιο και ο διάκοσμος των πεσσών και του κιγκλιδώματος της περιβόλου φανερώνουν επιρροές Art Nouveau. Νεοκλασικά στοιχεία αποτελούν η καθ’ ύψος τριμερής διάρθρωση των όψεων (βάση-κορμός-στέψη), το γείσο με την οδοντωτή ταινία περιμετρικά της στέγης, το μαρμαρόγλυπτο περιθύρωμα της κεντρικής εισόδου και οι διακοσμημένες κορνίζες των ανοιγμάτων.
Αρχοντική κατοικία «Τέρπανδρου Παπαδόπουλου» | MYT0042
Η κατοικία ανεγέρθηκε την περίοδο 1912-1920 για να στεγάσει την οικογένεια του Λέσβιου εμπόρου της διασποράς Τέρπανδρου Παπαδόπουλου, και της συζύγου του, Δέσποινας Σάλτα. Το οίκημα κατασκευάστηκε σε οικόπεδο που αποτελούσε μέρος της ευρύτερης ιδιοκτησίας της οικογένειας Σάλτα, όπου υπήρχε ήδη η ομώνυμη οικογενειακή κατοικία. Έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και σήμερα ανήκει σε απογόνους των αρχικών ιδιοκτητών.
Η κάτοψη οργανώνεται σε σχήμα «Γ», με την ορθογωνική διώροφη πτέρυγα στο πίσω μέρος να συγκεντρώνει τις βοηθητικές λειτουργίες και τον χώρο διαμονής του υπηρετικού προσωπικού. Στον κύριο όγκο που εγγράφεται σε τετραγωνικό περίγραμμα οργανώνοται οι κύριοι χώροι του σπιτιού σε δύο επίπεδα (ισόγειο και όροφος), ενώ στο υπόγειο βρίσκονταν οι αποθηκευτικοί χώροι. Οι χώροι υποδοχής φέρουν οροφογραφίες, πιθανώς του ζωγράφου Μαλέα. Μορφολογικά, το κτίριο παρουσιάζει έναν συνδυασμό νεοκλασικών, παραδοσιακών και άλλων δυτικότροπων στοιχείων που το εντάσουν στο στυλ του εκλεκτικισμού. Η κύρια όψη παρουσιάζει διμερή διάρθωση χωρίς συμμετρία, με την είσοδο να τοποθετείται στα αριστέρα. Εντυπωσιάζει ο ανεμοφράχτης που προηγείται της κεντρικής εισόδου, κατασκευασμένος από μέταλλο και γυαλί, με Art Deco αναφορές. Ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στοιχείο αποτελεί και η προεξοχή στον όροφο που παραπέμπει στο ανατολίτικο σαχνισί, φέρει ωστόσο κλασικιστικό ανάγλυφο διάκοσμο. Ακριβώς κάτω από την προεξοχή, στο επίπεδο του ισογείου, υπάρχει ζεύγος ανοιγμάτων με τοξωτά υπέρθυρα. Τα υπόλοιπα ανοίγματα του κτιρίου είναι απλούστερα, ορθογωνικά με λιτή επίστεψη.
Δίδυμες κατοικίες «Καψιμάλη» | MYT0043&44
Οι κατοικίες κατασκευάστηκαν περίπου το 1908 ως προίκα για τις κόρες της οικογένειας Καψιμάλη, στον ευρύτερο χώρο της ιδιοκτησίας όπου βρισκόταν και η προγενέστερη οικογενειακή κατοικία. Αρχιτέκτονας και επιβλέπων της κατασκευής ήταν ο Ασημάκης Φούσκας, ενώ τις οροφογραφίες και τοιχογραφίες στο εσωτερικό επιμελήθηκε ο ζωγράφος Μαρίνος Κωνσταντινίδης.
Αρχιτεκτονικά, το κτίριο παρουσιάζει εκεταμένα νεοκλασικά χαρακτηριστικά, ενώ η ογκοπλασία και η μνημειακή του διάθεση παραπέμπει στο στυλ Beaux-Arts ή Second Empire. Η κύρια όψη παρουσιάζει τριμερή διάρθρωση καθ΄ ύψος, με βάση-κορμό-στέψη, ενώ κατά μήκος επιμερίζεται σε πέντε μέρη. Τα ακραία μέρη σχηματίζουν πυργοειδείς απολήξεις με πρισματικούς όγκους. Σε αυτούς τοποθετούνταν οι τραπεζαρίες στο επίπεδο του ισογείου και υπνοδωμάτια στον όροφο. Το κεντρικό τμήμα κορυφώνεται σε αέτωμα με γλυπτικά διακοσμημένο τύμπανο. Ο κεντρικός άξονας συμμετρίας τονίζεται με δύο αγάλματα αρχαιοελληνικού στυλ, τοποθετημένα σε κόγχες. Στα δύο μέρη εκατέρωθεν του κεντρικού τοποθετούνται οι είσοδοι των κατοικιών με πλήρες κλασικιστικό μαρμαρόγλυπτο περιθύρωμα. Σε αυτές οδηγούν μικρά κλιμακοστάσια και ανεξάρτητες βεράντες υποδοχής. Οι ακμές των τμημάτων κοσμούνται με ψηλές παραστάδες, με ραβδωτούς κορμούς και επίκρανα ιωνικού ρυθμού. Τη στέγη διατρέχει περιμετρικά στηθαίο, το οποίο διαμορφώνεται με μπαλούστρες στις απολήξεις των ακραίων πολυγωνικών τμημάτων.
Αρχοντικό «Πηνελόπης Βουρνάζου» | ΜΥΤ0045
Αρχοντική κατοικία κατασκευασμένη το 1912 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιγνάτη Βαφειάδη. Αρχική ιδιοκτήτρια ήταν η Πηνελόπη Βουρνάζου, χήρα του Αχιλλέα Βουρνάζου, η οποία ανέγειρε την κατοικία μετά την παραχώρηση της όμορης οικογενειακής κατοικίας στην κόρη της ως προίκα. Το κτίριο έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ φιλοξενεί εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης.
Η κατοικία έχει σχεδόν τετραγωνική κάτοψη και οργανώνεται σε τέσσερα επίπεδα: ημιυπόγειο με βοηθητικούς χώρους και χαμάμ, υπερυψωμένο ισόγειο και όροφος με τους κυρίως χώρους, και σοφίτα. Αρχιτεκτονικά, η κατοικία συνδυάζει νεοκλασικά στοιχεία με χαρακτηριστικά άλλων δυτικών ρευμάτων, που την κατατάσσουν στο στυλ του εκλεκτικισμού. Η πρόσοψη παρουσιάζει τριμερή κλασικιστική διάρθρωση, τόσο οριζόντια όσο και κατακόρυφη. Στην δυτική πλευρά, εμφανίζεται ένα τέταρτο τμήμα στο οποίο τοποθετείται η loggia. Η είσοδος βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα και σε αυτήν οδηγεί διπλό μαρμάρινο κλιμακοστάσιο και βεράντα υποδοχής. Η είσοδος πλαισιώνεται από μαρμάρινο περιθύρωμα με ανάγλυφο διάκοσμο από ρόδακες και άλλα άνθινα στοιχεία. Ο υπερκείμενος εξώστης στηρίζεται σε επίσης μαρμάρινα φουρούσια από διπλή έλικα με φυτικό διάκοσμο. Το κεντρικό τμήμα καταλήγει σε αέτωμα με ανάγλυφα διακοσμημένο τύμπανο στο οποίο δεσπόζει το αρχικό γράμμα της οικογένειας «Β». Περίτεχνα διακοσμημένα με ρόδακες και άνθινα στοιχεία είναι όλα τα ανοίγματα στο επίπεδο της στέψης τους. Το γείσο της στέγης παρουσιάζει διπλή οδοντωτή ταινία σε δύο διαφορετικές κλίμακες.
Αρχοντικό «Αχιλλέα Βουρνάζου» | MYT0046
Μεγαλοπρεπής αρχοντική κατοικία, κατασκευασμένη το 1888 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αργύρη Αδαλή και με επιβλέποντα της κατασκευής τον Ασημάκη Φούσκα. Ιδιοκτήτης ήταν ο Αχιλλέας Βουρνάζος, Λέσβιος της διασποράς και ιδιοκτήτης σαπωνοποιείου μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στη Μυτιλήνη. Κτίστηκε σε μεγάλη παραθαλάσσια έκταση, περίπου πέντε στρεμμάτων, στους πρόποδες του Φρουρίου. Στην ίδια έκταση ανεγέρθηκε αργότερα δεύτερη κατοικία της ίδιας οικογένειας (σήμερα το όμορο κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου). Η κατοικία έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και παραμένει στην ιδιοκτησία απογόνων της οικογένειας, ενώ πλέον δεν κατοικείται.
Η κάτοψη της είναι σχεδόν τετραγωνική και καλύπτεται με ξύλινη στέγη με γαλλικού τύπου επικεράμωση. Ξεχωρίζει μορφολογικά λόγω του κυλινδρικού όγκου στην δυτική πλευρά της πρόσοψης. Οι χώροι οργανώνονται σε τέσσερα επίπεδα: ημιυπόγειο με βοηθητικούς χώρους και χαμάμ, ισόγειο και όροφος με κύριους χώρους της κατοικίας, και σοφίτα (σερβανί) με τα δωμάτια του υπηρετικού προσωπικού. Στο εσωτερικό της κατοικίας σώζονται περίτεχνος ζωγραφικός διάκοσμος και οροφογραφίες στους επίσημους χώρους. Η πρόσβαση στην κατοικία γίνεται μέσω του προκηπίου και του μεγαλοπρεπούς διπλού μαρμάρινου κλιμακοστασίου που οδηγεί στην βεράντα υποδοχής. Αρχιτεκτονικά, το κτίριο έχει μνημειακό χαρακτήρα και κυρίαρχα νεοκλασικές επιρροές. Η κεντρική είσοδος φέρει πλήρη μαρμάρινη κλασικιστική πλαισίωση: παραστάδες με ιωνικού τύπου επίκρανα τα οποία στηρίζουν επιστύλιο, οδοντωτή ταινία και αέτωμα. Με αέτωμα και διακοσμητικούς γεισίποδες στέφονται επίσης και τα ανοίγατα του ορόφου. Στο επίπεδο του ορόφου, τα ανοίγματα που βρίκονται στον κυλινδρικό όγκο φέρουν τοξωτό υπέρθυρο. Τα ανοίγματα του ισογείου φέρουν πιο λιτή πλαισίωση με ευθύγραμμο γείσο και γεισίποδες. Στο επίπεδο της στέψης εμφανίζεται κλασικιστικός θριγκός, γείσο με διακοσμητικούς γεισίποδες και αέτωμα με γλυπτικά διακοσμημένο τύμπανο. Στην κορυφή του κτιρίου τοποθετούνται πήλινες διακοσμητικές γλάστες στους άξονες των παραστάδων.
Άγαλμα της Ελευθερίας | AGL0001
Το άγαλμα της Ελευθερίας βρίσκεται στην πόλη της Μυτιλήνης, στην περιοχή Τσαμάκια, πλησίον του λιμανιού. Στη θέση του βρισκόταν στο παρελθόν μικρό πολυγωνικό φρούριο, γνωστό ως Καστράκι ή Καστρέλλι, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1922. Οι επίσημες διαδικασίες ανέγερσης του «Ηρώου της Λέσβου», όπως είχε χαρακτηριστεί αρχικά, ξεκίνησαν το Φεβρουάριο 1919. Το άγαλμα χυτεύθηκε σε εργαστήριο της Γερμανίας, ενώ ο αρχικός πυρσός είχε λάμψη εντάσεως 2000 κεριών. Τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος πραγματοποιήθηκαν τελικά στις 8 Νοεμβρίου 1930, κατά τους εορτασμούς της εκατονταετηρίδας του Ελληνικού Έθνους, ως δείγμα θαυμασμού και ευγνωμοσύνης από την πολιτεία και την κοινωνία στους ήρωες και πολεμιστές της ελευθερίας.
Το μνημείο έχει συνδεθεί με σημαντικά ονόματα του καλλιτεχνικού χώρου των αρχών του 20ου αι., όπως τον γλύπτη Γρηγόριο Ζευγώλη, ο οποίος είχε τον αρχικό σχεδιασμό και την κατασκευή του προπλάσματος του αγάλματος, τον Γεώργιο Ιακωβίδη, ο οποίος αποτέλεσε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση του μνημείου και πιθανόν φιλοτέχνησε το πρόσωπο του αγάλματος, και τον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ ο οποίος ανέλαβε το σχεδιασμό και την εκτέλεση του έργου.
Το άγαλμα από κράμα χαλκού αναπαριστά τη θεά Ελευθερία γυμνόστηθη, με σανδάλια και με εκτεταμένο το δεξί της χέρι να κρατά έναν φωτοβόλο πυρσό. Το άγαλμα βρίσκεται τοποθετημένο σε τετράγωνης κάτοψης στήλη από πλάκες πεντελικού μάρμαρου γκρίζου χρώματος, μειούμενη σταδιακά προς τα πάνω. Το μνημείο φτάνει το συνολικό ύψος των δώδεκα περίπου μέτρων. Η κορυφή της στήλης πλαισιώνεται από ζώνη με φυτικό διάκοσμο από κράμα χαλκού, ενώ δαφνοστοιχίες από ίδιο κράμα κοσμούν τις τέσσερεις πλευρές της. Στη δυτική πλευρά του μνημείου αναγράφεται με μεταλλικά γράμματατο κείμενο «Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΕΙΣ ΤΑ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΠΕΣΟΝΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΗΣ 1912-1922». Κάτω από την επιγραφή βρίσκεται αναρτημένη μαρμάρινη πλάκα με χαραγμένα ονόματα πεσόντων της περιόδου 1940-1941. Η λίθινη στήλη και η βάση του αγάλματος είναι πιθανόν να περιβάλλουν πέτρινη κυκλική κατασκευή, που λόγω του σχήματος της, στο παρελθόν την αποκαλούσαν «Ο μιναρές του Ηρώου» και που απεικονίζεται σε παλαιότερες φωτογραφίες. Η υπόγεια θύρα που βρίσκεται στο βορεινό τμήμα του μνημείου εικάζεται ότι οδηγεί με στοά στο εσωτερικό του. Κάποια από τα λίθινα τμήματα του μνημείου φαίνεται ότι έχουν αντικατασταθεί ή επισκευαστεί σε μεταγενέστερες φάσεις.