Το πανηγύρι της Κυριακής των Μυροφόρων στην Ιερά Μονή Ταξιαρχών
Η κατασκευή της Μονής ανάγεται μετά το 1462, χρονιά που κατέλαβαν οι Οθωμανοί τη Λέσβο. Η πρώτη ιστορική αναφορά για το μοναστήρι χρονολογείται το 1661, σε επιτροπικό έγγραφο, όπου αναφέρεται ως μετόχι άλλου μοναστηριού στον Μόλυβο. Τρεις διαδοχικές ανακαινίσεις έγιναν το 1728, το 1768 και το 1796. Ο περίβολος, τα κελιά της ΝΑ πλευράς και ο πύργος-οχυρό, που χρησιμοποιείται σήμερα ως καμπαναριό, είναι προσθήκες του 1796.
Το 1879 οι πρόκριτοι και επίτροποι του ναού αποφάσισαν την εκ βάθρων ανοικοδόμηση του συγκροτήματος, καθώς φαίνεται ότι ο αρχικός ναός ήταν πλέον πολύ μικρός σε σχέση με τον αυξημένο αριθμό των κατοίκων, οι οποίοι ανέλαβαν από κοινού το μεγάλο έργο της ανακατασκευής και επέκτασής του. Το έργο ήταν μεγαλεπήβολο και αρκετά δαπανηρό για την εποχή. Λέγεται ότι για τον σκοπό αυτό ήρθαν μάστορες και μαρμαράδες από τη Μυτιλήνη αλλά και από τις απέναντι μικρασιατικές ακτές. Ο ναός εγκαινιάστηκε στις 8 Μαΐου 1888. Τα εγκαίνια έτυχε να συμπέσουν με την Κυριακή των Μυροφόρων, ημέρα που καθιερώθηκε έκτοτε ως ημέρα διεξαγωγής του μεγάλου πανηγυριού.
Δεξιά της κεντρικής πύλης της Μονής σώζεται η υπερμεγέθης εικόνα του Αγίου, ο οποίος απεικονίζεται όρθιος με αρχαία στρατιωτική στολή και ένα σπαθί στο χέρι του. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση η ανάγλυφη εικόνα με τη μορφή του Αγίου παραμένει μέχρι τις μέρες μας στο σημείο που τοποθετήθηκε από τον δημιουργό της. Σήμερα απέναντί της υπάρχει ειδικός χώρος όπου τοποθετούνται τα αφιερώματα των πιστών, σιδερένια ή αλουμινένια παπούτσια, αφού η προφορική παράδοση θέλει τον Ταξιάρχη να περπατάει τη νύχτα, διανύοντας μεγάλες αποστάσεις για να βοηθήσει τους πιστούς.
Το μοναστήρι του Ταξιάρχη κατέχει αναμφίβολα ξεχωριστή θέση τόσο στη θρησκευτική όσο και στην κοινωνική ζωή των Μανταμαδιωτών. Η μακραίωνη παρουσία του προσκυνήματος, οι αφηγήσεις που αναδεικνύουν τον ιδιαίτερο τρόπο δημιουργίας της ανάγλυφης εικόνας του Αγίου και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο οι κάτοικοι του οικισμού αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με τον Ταξιάρχη, ως προστάτη των φτωχών και αδυνάμων, εγγράφουν το μοναστήρι στη συλλογική συνείδηση των Μανταμαδιωτών ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Για τους ίδιους είναι ένας άγιος αγωνιστής που θέτει υπό την πατρική του προστασία τους Μανταμαδιώτες, προφυλάσσοντάς τους από κάθε απειλή.
Παράλληλα, ο σημερινός μοναστηριακός ναός συνδέεται με τον Μανταμάδο στο πλαίσιο θρησκευτικών τελετουργιών, όπως είναι η περιφορά του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή, ή ακόμα και της κοινωνικής τους ζωής, όπως η κυριακάτικη βόλτα που συνήθιζαν να κάνουν στον δρόμο που συνδέει τον οικισμό με το μοναστήρι. Μάλιστα, από τη δεκαετία του 1950 οι Μανταμαδιώτες φαίνεται ότι επιλέγουν το μοναστήρι για να τελέσουν μυστήρια με ιδιαίτερη σημασία για εκείνους, όπως αυτό του γάμου.
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα το πανηγύρι της Κυριακής των Μυροφόρων στη Μονή του Ταξιάρχη αποτελεί σημαντικό τόπο συνάντησης προσκυνητών από την βορειοανατολική Λέσβο και τα απέναντι παράλια. Ειδικά οι αναφορές σε αϊβαλιώτες προσκυνητές είναι πολλές, αφού και στο Αϊβαλί λατρεύεται ο Ταξιάρχης. Τότε, στα τέλη του 19ου αιώνα δηλαδή, ξεκινάει σύμφωνα με την παράδοση και το έθιμο της ταυροθυσίας. Συνδέεται άρρηκτα με την παρασκευή του κισκέκ, παραδοσιακού φαγητού που παρασκευάζεται από κρέας και σιτάρι κατά τη διάρκεια των πανηγυριών στη Λέσβο. Διανέμεται στους προσκυνητές, μεταξύ αυτών και σε όσους έρχονται από μακριά και αναγκαστικά διανυκτερεύουν στο χώρο του μοναστηριού. Σήμερα, εκτός από το κισκέκ παρασκευάζεται και κρέας με ρεβίθια, που μοιράζεται επίσης στους πανηγυριστές.
Η επιλογή της Κυριακής των Μυροφόρων μετά το Πάσχα,αντί της γιορτής των Ταξιαρχών στις 8 Νοεμβρίου, για την επιτέλεση του μεγάλου πανηγυριού στη Μονή πιθανότατα συνδέεται με τον φόρτο του κύκλου των αγροτικών εργασιών στον Μανταμάδο. Τον Νοέμβριο δηλαδή οι εργασίες για τη συγκομιδή της ελιάς δεν επιτρέπουν την ανάπαυλα για εορτασμούς και πανηγύρια.
Η περίοδος του πανηγυριού αποτελούσε μέχρι το πρόσφατο παρελθόν περίοδο αυξημένης κοινωνικότητας και εξωστρέφειας του οικισμού και των κατοίκων του, οι οποίοι άνοιγαν τα σπίτια τους και φιλοξενούσαν τους επισκέπτες προσκυνητές. Επιπλέον, συνδέεται με την τόνωση της τοπικής οικονομίας μέχρι και σήμερα.
Η ταυροθυσία, αλλιώς κουρμπάνι, αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του πανηγυριού του Ταξιάρχη, όπως και άλλων πανηγυριών στο νησί. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό kurban που σημαίνει θυσία και θύμα. Εκτός από το βασικό ζώο (που συνήθως είναι ταύρος),στον Άγιο προσφέρονται και άλλα ζώα, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να συμπληρώσουν την ποσότητα κρέατος, όταν αυτή δεν είναι αρκετή. Τα ζώα που φέρνουν οι προσκυνητές ως τάματα οδηγούνται στεφανωμένα με λουλούδια στην αυλή της εκκλησίας, όπου θανατώνονται. Οι προσκυνητές παίρνουν με ένα κομμάτι ύφασμα ή ένα βαμβάκι το αίμα του ταύρου και ζωγραφίζουν στο μέτωπό τους έναν ματωμένο σταυρό για φυλαχτό. Μαζί τους παίρνουν τα ματωμένα βαμβάκια σε σακουλάκια και λουλούδια από το στεφάνι που ήταν περασμένο στο λαιμό του ζώου. Ακολουθούν οι σφαγές των υπόλοιπων ταμάτων και το φαγοπότι ανήμερα της γιορτής με τη διανομή του κισκέκ και του κρέατος με τα ρεβίθια. Για τα ζώα που δεν σφάζονται γίνεται πλειστηριασμός στο πίσω μέρος του μοναστηριού. Στο παρελθόν ο πλειστηριασμός γινόταν στην πλατεία του Αγίου Βασιλείου.
Από το 2015 απαγορεύεται η σφαγή ζώων σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία περί κακοποίησης ζώων. Η απαγόρευση πυροδότησε έντονες αντιδράσεις εκ μέρους των Μανταμαδιωτών, που υπερασπίζονται το κουρμπάνι ως στοιχείο της ταυτότητάς τους αλλά και απόδειξη του φιλόξενου χαρακτήρα του χωριού τους.
Αλεξάκης, Ε., 2001, Ταυτότητες και ετερότητες: Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα – Βαλκάνια. Εκδόσεις: Δωδώνη
Αλεξάκης, Ε., 2018 Το εθνογραφικό ημερολόγιο του Μανταμάδου Λέσβου. Το καφενείο, η προίκα, η θυσία (1995-1999), Αθήνα
Αξιώτης, Μ., 1992, Περπατώντας στη Λέσβο, Τόμος Α’. Μυτιλήνη.
Αξιώτης, Μ., 2006, Τα γεφύρια της Λέσβου. Μυτιλήνη: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λέσβου.
Βέης, Δ., 1998, Απ’ο,τι μπόρεσα να θυμηθώ: Γιατί ο Μανταμάδος έγινε κόκκινος.Μανταμάδος
Γιαννοπούλου, Μ., Σ. Δεμέστιχα, 1998, Τσκαλαριά : Τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής της περιοχής Μανταμάδου Λέσβου. Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής & Κοινότητα Μανταμάδου.
Δήσσος, Ε., 1992 Το ιστορικό και τα θαύματα του Ταξιάρχη. Τόμοι Α’ και Β’
Διονυσόπουλος Ν., Μάργαρη Ζωή και Γιώργος Νικολάκης, 1997, Λέσβος Αιολείς. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
Ιωάννα Κατσαργύρη – Μαρκεζίνη, Ι.,2014. “Λουτρά και Χαμάμ στη Μυτιλήνη: Κοινωνικές και Πολιτισμικές Πρακτικές(τέλη 19ουαι. – τέλη 20ού αι.) Συμβολή στη Λαογραφική Μελέτη της Χρήσης του Νερού και της Σωματικής Καθαριότητας. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. (αναφορά σε Λουτρό Μανταμάδου, σελ. 319-320)
Καπιωτάς Μ., 2010, Άνθρωποι και επαγγέλματα: Χώροι και καταστήματα του Μανταμάδου στις δεκαετίες ‘50 -’60. Εντελέχεια: Μυτιλήνη.
Καρανικόλας, Α., 2009, Ογδόντα χρόνια Μανταμαδιώτης: Όσα ήξερα και όσα άκουσα. Εκδόσεις: Δήμος Μανταμάδου Λέσβου.
Καρανικόλας, Απ., 2018, Παραδοσιακά Τραγούδια από τον Μανταμάδο Λέσβου. Εκδόσεις: Σύλλογος Γυναικών Μανταμάδου.
Κοντής, Ι., 1978, Λέσβος και η Μικρασιατική της περιοχή. ΑθήναικόνΚέντρον Οικιστικής.
Κουτρης, Σ., 1999, Κεραμικές μορφές της Λέσβου, Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος.
Λυκιαρδοπούλου, Σ., 2008. Η εκπάιδευση στη Λέσβο κατά την τελευταία περίοδο της Οθωμανοκρατίας (1800-1912). Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Μακακούλια Κ., 2016-2017, “Τα μοναστήρια της Λέσβου: Η περίπτωση της Ι.Μ. Ταξιαρχών Μανταμάδου”. Αιολικά Χρονικά, Τόμος ΙΗ’
Μαραντζίδης Ν., 1995, «Το θρησκευτικό μέσα στο πολιτικό: θρησκεία και πολιτική σε μια αγροτική κοινότητα της Λέσβου», Νέα Κοινωνιολογία, 20, σελ.36-44, 1995.
Μαραντζίδης, Ν., 1993, «Ο κομμουνισμός στον ελλαδικό αγροτικό χώρο. Η περίπτωση του Μανταμάδου, 1922-1985», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης 2(2): 101-124.
Μιχαηλάρης, Π., 2014, “Το χωριό Μανταμάδος της Αέσβου και ο Ταξιάρχης του”, (Πρακτικά Συμποσίου με τίτλο: “Τοπικές κοινωνίες στον θαλάσσιο και ορεινό χώ΄ρο στα νότια Βαλκάνια, 18οσ και 19ος αιώνας”, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ιστορίας, Κέκυρα, 24-26 Μαΐου 2012)
Παναγοπούλου, Μ., 2014, “Η βιομηχανική Λέσβος του 19ου και 20ου αιώνα. Παρελθόν, παρόν και μέλλον”. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Παρασκευαΐδης, Γ., 1987, Μανταμάδος Λέσβου: Ιστορικά – λαογραφικά κείμενα και φωτογραφίες. Θεσσαλονίκη.
Παρασκευαΐδης, Π., 1983,“Παγανιστικοί τόποι χριστιανικής λατρείας στη Λέσβο”, Περιοδικό: Τα Ψαρα
Παρασκευαΐδης, Π., 2020, Τούρκικες λέξεις στο μανταμαδιώτικο γλωσσικό ιδίωμα. Σύλλογος Γυναικών Μανταμάδου.
Παρασκευαΐδης, Σ. 1956, Επιβίωσης του αρχαίου Ελληνικού Βίου εν Λέσβω. Μυτιλήνη.
Πασπαλά, Δ., 2018, Ψίθυροι στο κύμα. Εκδόσεις Αγγελάκη
Πλάτανος, Β., 1963, Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια. Αθήνα.
Προδρόμου Αναγνώστου Οικονόμου, 1935, Η Ματωμένη Αρχοντοπούλα. Μυτιλήνη
Σαραντινού, Α., “Αγωνιστές” και “Αδιαφόρετοι”. Πολιτική έκφραση, Θρησκευτική πίστη και Ανδρισμός στο Μανταμάδο Λέσβου. Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. .
Σηφουνάκης, Ν., Β. Κουτσκουδή, Σ. Φραντζέσκου & Σ. Χαλαυτής , 1986, Βιομηχανικά κτήρια στη Λέσβο 19ος και αρχές 20ου αιώνα: Ελαιοτριβεία, Σαπωνοποιεία. Αθήνα; Νομαρχία Λέσβου
Τα Μανταμαδιώτικα, τ. 23/64/ 118 / 139 /150
Φραντζέσκου Μιχάλη Σ., 2005, “ Η τελετουργία της Ταυροθυσίας στον Μανταμάδο της Λέσβου”. Αιολικά Χρονικά, τ. Ζ (σ.σ. 232-260)
Ψαρρός Δ., 1983, “Ο Παληός και η σημασία του στον Αιολικό χώρο”. Γράμματα Τέχνες, Β
Ιστοσελίδες
Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Λέσβου, Εργαστήριο Κοινωνικής και Πολιτισμικής Επικοινωνίας και Τεκμηρίωσης και Πανεπιστήμιο Αιγαίου.