Κρήνες και κοινωνική συναναστροφή
Στον παραδοσιακό οικισμό του Μολύβου υπάρχει διάσπαρτος ένας μεγάλος αριθμός κρηνών, που μαρτυρούν μια καλά οργανωμένη πόλη, αφού οι κάτοικοί της είχαν εύκολη πρόσβαση στο τρεχούμενο νερό πριν από την εισαγωγή και εγκατάσταση των συστημάτων ύδρευσης. Σε αυτές τις κρήνες συναντιόντουσαν καθημερινά οι ντόπιοι είτε για να πιουν νερό από τα τάσια που υπήρχαν κρεμασμένα με αλυσίδες είτε για να προμηθευτούν νερό για το σπίτι. Εκτός από τη χρηστική τους αξία, οι κρήνες αποτελούσαν ταυτόχρονα τόπους κοινωνικής συναναστροφής, μιας και εκεί οι κάτοικοι ξαπόσταιναν συζητώντας τα νέα τους, κουβέντιαζαν για τις δουλειές τους ή ακόμα και κουτσομπόλευαν. Για τους Οθωμανούς κατοίκους οι κρήνες είχαν επιπλέον συμβολική σημασία, αφού το νερό ήταν απόλυτα συνδεδεμένο και με την επιτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Άλλωστε, οι περισσότερες κρήνες του Μολύβου, οι οποίες εξακολουθούν να ονομάζονται χαζανέδες (δεξαμενές) ή τσεσμέδες, φέρουν αναθηματικές μαρμάρινες πλάκες με χρονολογήσεις του μωαμεθανικού ημερολογίου.
Από τις κρήνες αυτές προμηθεύονταν το νερό και οι νεαρές γυναίκες που επιτελούσαν το έθιμο του Αϊ Γιάννη του Κλήδονα, γνωστό σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Την παραμονή της εορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου), νεαρές και ανύπαντρες γυναίκες από όλες τις γειτονιές πήγαιναν στις κρήνες, γέμιζαν με νερό τα δοχεία τους και κατευθύνονταν προς το σπίτι χωρίς να τους επιτρέπεται να μιλήσουν.
Με το νερό των κρηνών σχετιζόταν κι ένα πρωτοχρονιάτικο έθιμο που επιτελούνταν στον Μόλυβο. Όταν άλλαζε ο χρόνος, παιδιά πήγαιναν στις κρήνες και γέμιζαν τα δοχεία τους με νερό. Τη βρύση την άφηναν ανοιχτή έτσι ώστε να μη στερέψει η καλοτυχία για ολόκληρο το νέο χρόνο. Με το νερό που κουβαλούσαν, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και ραίνοντας όλο το σπίτι έδιναν ευχές, όπως «όσο τρέχει το νερό, να τρέχει το καλό μέσα στο σπίτι σας».
Έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Κοινωνική Ζωή
Λέσβος, Μήθυμνα
Όταν άλλαζε ο χρόνος, τα παιδιά του Μολύβου πήγαιναν στις κρήνες και γέμιζαν τα δοχεία τους με νερό. Τη βρύση την άφηναν ανοιχτή, έτσι ώστε να μη στερέψει η καλοτυχία για ολόκληρο τον νέο χρόνο. Με το νερό που κουβαλούσαν, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και ραίνοντάς το έδιναν ευχές, όπως «όσο τρέχει το νερό, να τρέχει το καλό μέσα στο σπίτι σας».
Προφορική Μαρτυρία "Έθιμα της Πρωτοχρονιάς"
Έθιμα
Λέσβος, Μήθυμνα
«Την Πρωτοχρονιά οι άνδρες γύριζαν στα σπίτια. Αυτό γινόταν πολύ παλιά, στα χρόνια του μπαμπά μου που πίνανε και γυρίζαν και λέγαν τα κάλαντα. Εγώ θυμάμαι πάντα ότι όταν γυρνούσε ο χρόνος, παίρναμε το κουμάρι το άδειο και πηγαίναμε στην βρύση τη δημόσια του Μολύβου. Εγώ ήμουν στον Κόπανο, άλλος ήταν στον Πλάτανο, άλλος στην πίσω γειτονιά, ανοίγαμε την βρύση, παίρναμε νερό, δεν την κλείναμε τη βρύση γιατί δεν έκανε, για να τρέχει όλο τον χρόνο το καλό, με ένα κλαδί ελιάς και ένα κλαδί υπομονής, ένα λουλούδι κόκκινο που ανθίζει τον Γενάρη, και πηγαίναμε και παίρναμε νερό αμίλητοι. Χτυπούσαμε την πόρτα, άνοιγε ο σπιτονοικοκύρης και κρατούσαμε και μία πέτρα και λέγαμε: «Καλημέρα και του χρόνου και του ΑγιούΒασ΄λειού. Όσο βαρώ εγώ να βαρεί το σπίτι σας. Ο σπιτονοικοκύρης με τις λίρες και τα φλουριά. Υγεία, χαρά και γεροσύνη όλο μάλαμα και ασήμι. Όσο τρέχει το νερό να τρέχει το καλό μέσα στο σπίτι σας και όσο είναι γεμάτο το ρόδι (γιατί κρατούσαμε και ένα ρόδι) να είναι γεμάτο σπίτι σας απ’ όλα τα καλά!». Κρατούσαμε αυτό και ραίναμε όλο το σπίτι, πηγαίναμε μπροστά στα εικονίσματα, το ραίναμε τρεις φορές και σπάγαμε το ρόδι.»
(Βιργινία Σαπουνά, 2021)
Βόλτα και καντάδα
Στις γειτονιές του Μολύβου οι κάτοικοι συνήθιζαν να κάνουν τη «βόλτα» τους και να περιφέρονται κάνοντας τις «καντάδες» τους. Η «βόλτα», η οποία γινόταν κυρίως στον δρόμο προς το εμβληματικό ξενοδοχείο Δελφίνια, ήταν αφορμή συνάντησης και γνωριμίας μεταξύ νεαρών αγοριών και κοριτσιών. Από αυτές τις συναντήσεις, συχνά προέκυπταν έρωτες, που εκδηλώνονταν μέσω της παραδοσιακής «καντάδας». Για την επιτέλεση της ο ερωτευμένος νέος, συχνά ακολουθούμενος από τους φίλους του, κατευθυνόταν το βράδυ προς το σπίτι της αγαπημένης του. Εκεί όλοι μαζί τραγουδούσαν, με σκοπό να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, αναμένοντας κάποιο σημάδι ανταπόκρισης από την κοπέλα. Τα αυστηρά ήθη της εποχής, ειδικά όσον αφορά στα κορίτσια, δεν επέτρεπαν την άμεση συναναστροφή των ερωτευμένων. Έτσι, αν η κοπέλα ενδιαφερόταν για τον νεαρό που της έκανε «καντάδα», επιβεβαίωνε το ενδιαφέρον της προς αυτόν είτε βγαίνοντας έξω είτε ανάβοντας κάποιο φως, αν δεν είχε τη δυνατότητα να εμφανιστεί η ίδια.
Προφορικές μαρτυρίες για τη βόλτα και την καντάδα στον Μόλυβο
Κοινωνική Ζωή
Λέσβος, Μήθυμνα
«Η βόλτα στον Μόλυβο, το νυφοπάζαρο, γινόταν στο δρόμο προς τα Δελφίνια. Δεν κατέβαιναν στο λιμάνι. Από εκεί που σταματά η άσφαλτος τώρα μέσα στην αγορά μέχρι τα Δελφίνια. Και η ώρα ήταν συγκεκριμένη.»
(Βασίλης Τιτιρέκης & Ρένα Γρηγορίου, 2021)
«Παλιά υπήρχε και ο ίσιος δρόμος, το γεφυράκι, στον δρόμο κατεβαίνοντας, που εκεί ήταν νυφοπάζαρο. Εκεί ήταν η βόλτα του χωριού. Μου έλεγε ο μπαμπάς μου εκεί πηγαίναν τα παλικαράκια, κατεβαίναν οι κοπέλες και γινόταν... αθώα χρόνια τότε… το αλισβερίσι.»
(Βιργινία Σαπουνά, 2021)
«Έχω ακούσει από τη μαμά μου ότι γινότανε συνέχεια καντάδες. Όπου υπήρχε νέο κορίτσι μαζευόταν τα αγόρια γιατί τότε είχαν κατά νου πώς να ανταμώσουν. Και πηγαίνανε κάτω από το σπίτι και κάνανε καντάδα. Σχεδόν κάθε βράδυ γινότανε αυτό στις γειτονιές. Εγώ βέβαια δεν το έτυχα, αλλά η μαμά μου, οι ξαδέλφες της, οι φίλες της ναι.»
(Λένα Μουτάφη, 2021)
«Οι καντάδες ξεκίνησαν πριν το ‘12 σίγουρα . Ο άνδρας έκανε καντάδες στην κοπέλα που δεν μπορούσε να δει. Μέχρι και το ‘50 -‘60 γίνονταν καντάδες στον Μόλυβο.»
(Ρένα Γρηγορίου, 2021)
«Ο μπαμπάς μου έζησε πολύ την καντάδα. Βγαίναν, πίνανε κανένα ουζάκι και μετά το κάθε αγόρι που ήθελε να κάνει την καντάδα, πήγαινε και κρυφά-κρυφά τραγουδούσαν. Κι εκεί ή έβγαινε η κοπέλα ή καταλάβαινε ότι ήρθε για κείνη. Ο μπαμπάς μου έλεγε ότι πηγαίνανε στην τάδε που την ήθελε ο Γιώργος, αλλά εκείνη δεν έβγαινε γιατί δεν τον ήθελε. Ενώ πηγαίναμε στην Καλλιόπη, για παράδειγμα και κάναμε καντάδα και αυτή άναβε το φως από τη χαρά της που περάσαμε.»
(Βιργινία Σαπουνά, 2021)
«Κάνουμε την παραδοσιακή καντάδα. Με παραδοσιακές φορεσιές και μουσική σε όλο το χωριό και σταματάμε σε διάφορα σημεία και χορεύουμε και τραγουδάμε. Η καντάδα παλιά γινότανε αυθόρμητα. όταν κάποιος ήταν ερωτευμένος μαζευόταν μία παρέα και έκανε καντάδα. Εμείς βέβαια το κάνουμε οργανωμένα συνήθως τον Αύγουστο.»
(Βασίλης Τιτιρέκης & Ρένα Γρηγορίου, 2021)
Το γειτονιό
Στον Μόλυβο η οργάνωση της κοινωνικής ζωής στις γειτονιές γίνεται και μέσα από δίκτυα γυναικών, που συνήθως είναι μεταξύ τους συγγενείς. Μένουν σε κοντινά σπίτια, που συνήθως έχουν κληρονομήσει ως προίκα από την οικογένειά τους. Οι σχέσεις μεταξύ τους βασίζονται στην αλληλοβοήθεια. Έτσι οι γυναίκες του Μολύβου κάνουν το γειτονιό, με τις γειτονιές και τον χώρο του σπιτιού να είναι ο κυρίως χώρος κοινωνικότητάς τους σε αντίθεση με το καφενείο ή το λιμάνι που αποτελούν κατεξοχήν χώρο δράσης των αντρών. Στις καθημερινές συναντήσεις τους είτε στις κρήνες είτε κυρίως στο γειτονιό οι γυναίκες βρίσκουν την ευκαιρία να ανταλλάξουν τα νέα τους, να κεντήσουν, να τραγουδήσουν. Κι επιπλέον, όλες μαζί να αναλάβουν το σκούπισμα και το ασβέστωμα της γειτονιάς ή την παρασκευή τοπικών εδεσμάτων, με πιο χαρακτηριστικό το κριθαράκι.
Προφορικές μαρτυρίες για το γειτονιό στον Μόλυβο
Κοινωνική Ζωή
Λέσβος, Μήθυμνα
«Το γειτονιό που λέμε. Μαζευόταν όλοι στη γειτονιά το καλοκαίρι και κάναμε τα κριθαράκια. Συνέχεια. Ανέβαινες σε κάθε γειτονιά, στα σκαλοπάτια καθόταν κόσμος. Με τους καφέδες και τα γλυκά τους και κάνανε το εργόχειρο. Κάνανε το κουτσομπολιό τους. Οι πέτρες ήταν γεμάτες κόσμο. Τώρα είμαστε όλοι στα μπαλκόνια. Εμείς όμως σαν παιδιά παίζαμε και τρέχαμε.
Τώρα δεν μπορεί να μαζευτεί όλος ο κόσμος. Εγώ θυμάμαι στη δικιά μας οικογένεια έλεγαν “σήμερα θα κάνω εγώ κριθαράκι”. Και μαζευόμασταν όλοι. Αύριο έκανε η άλλη. Και το κόβαμε… Τώρα ο κόσμος δουλεύει, έχει τα δικά του, οπότε αναγκαζόμαστε και το κάνουμε μόνες μας. Αλλά και πάλι όταν είναι κάποιος εδώ το απόγευμα έρχεται και βοηθάει»
(Λένα Μουτάφη, 2021)
«Μέσα από δράσεις του φορέα τουρισμού αναβιώνεται και η μαγειρική από τις μεγάλες γυναίκες. Για παράδειγμα με το κριθαράκι. Αυτό πώς γίνεται; Πιάνω για παράδειγμα εγώ σήμερα 10 αυγά. Και μαζεύονται όλοι στη γειτονιά στην αυλή μου.. Φτιάχνω δηλαδή ζύμη με 10 αυγά, με γάλα και αλεύρι. Η γειτονιά τότε θα ερχόταν σε μένα. Και λέγαμε σήμερα δεν κεντάμε (αυτά γινόταν όταν ήταν γιορτή γιατί στις γιορτές δεν κεντούσαμε). Λέμε λοιπόν, θα κάνουμε λοιπόν το κριθαράκι μας, τους γιουφκαδες μας, τον τραχανά μας. Δεν το έκανε όμως κάθε γειτόνισσα μόνη της στο σπίτι. Και έλεγε για παράδειγμα η γιαγιά μου “εγώ σήμερα θα πιάσω 10 αυγά” και μαζεύονταν όλοι στη γειτονιά και έβγαζε η γιαγιά μου τα γλυκά της και τα ταψιά της και κόβαμε όλοι και μπορεί να πήγαινε 10:00 το βράδυ. Να κόβουν, να στεγνώνουν να το τρίβουν να το φουρνίζουν μετά να το βάζουν μέσα στους τουρβάδες για να το έχουν όλο το χειμώνα - από τους γάντζους που βλέπεις εδώ η γιαγιά μου κρεμούσε τα φαναράκια που είχε μέσα το φαγητό της οικογένειας, τα τυριά... Γενικά η γειτονιά αυτή έφτιαχνε πράγματα, δεν πηγαίναμε να τα αγοράσουμε. Το τυρί μας το φτιάχναμε μέχρι και το ‘80, το κριθαράκι γίνεται ακόμα. Μετά να κόψουνε τον γιοφκά (παίρνουμε τη ζύμη, τη κόβουμε σε μικρά μικρά κομμάτια, τα φουρνίζουμε και είναι χυλοπίτες που λέμε). Ο τραχανάς. Παίρνουμε το κουρκούτι, κάνουμε τον τραχανά και πάνω σε αυτό το μικρό υπόστεγο έξω απλώνανε τραχανά πάνω σε σεντόνια και μας είχανε μωρά και φυλάγαμε μην έρθουν τα πουλιά και πάρουν τον τραχανά. Ή τα γιαπράκια. Δεν θα σηκωνόταν η μαμά μου να πει σήμερα θα κάνω εγώ γιαπράκια. Τότε τα χαράνια, ήτανε μεγάλες κατσαρόλες... Η μία άνοιγε το φύλλο η άλλη έβαζε τη γέμιση. Ή τα κεντήματα. Βγαίνανε στις γειτονιές όλες έξω και καθόταν με τις ώρες και κεντούσαν. Αυτά που βλέπεις όλα εδώ τα έχει κεντήσει η μάνα μου με τη λάμπα»
(Μάρω Μαυρίδη, 2021)
Έθιμο του Άη Γιάννη του Κλήδονα
Με τις κρήνες του Μολύβου συνδέεται το έθιμο του Άη Γιάννη του Κλήδονα, γνωστό σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Την παραμονή της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου), νεαρές και ανύπαντρες γυναίκες από όλες τις γειτονιές πήγαιναν στις κρήνες, γέμιζαν με νερό τα δοχεία τους και κατευθύνονταν προς το σπίτι τους, χωρίς να τους επιτρέπεται να μιλήσουν. Το αμίλητο νερό που έπαιρναν μαζί τους το άδειαζαν σε ένα σκεύος. Οι υπόλοιπες κοπέλες έριχναν μέσα σε αυτό διάφορα προσωπικά μικρά αντικείμενα, όπως σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, βραχιολάκια. Το σκεύος σκεπαζόταν με ένα κόκκινο πανί. Το επόμενο βράδυ το άνοιγαν και η κάθε κοπέλα έπαιρνε πίσω το αντικείμενό της με τη συνοδεία τραγουδιών. Η διαδικασία αυτή, σύμφωνα με τις δοξασίες, αποκάλυπτε στις κοπέλες τους μελλοντικούς τους συζύγους.
Μέρος του εθίμου ήταν και οι καραμποστιές, όπως χαρακτηριστικά λένε τις φωτιές που ανάβουν οι Μολυβιάτες μέχρι σήμερα. Οι νέοι πηδούν πάνω από τις φωτιές, προκειμένου να ξορκίσουν το κακό με τη δύναμη της φλόγας. Όσο ανάβουν οι φωτιές, ακούγονται σκωπτικά ή σατιρικά τετράστιχα, συχνά άσεμνου και τολμηρού περιεχομένου. Σήμερα το έθιμο επιτελείται στην πλατεία Λευκονίκου, στο κέντρο του οικισμού, από τον τοπικό πολιτιστικό σύλλογο.
Προφορικές Μαρτυρίες "Έθιμο του Άη Γιάννη του Κλήδονα"
Έθιμα
Λέσβος, Μήθυμνα
«Ο Κλήδονας είναι η μέρα σαν σήμερα, που μπαίνουν οι φωτιές. Καραμποστιές τις λέμε. Το βράδυ παίρνει μία κοπέλα λεύτερη μία κανάτα με νερό μέσα και ένα κόκκινο πανί και γυρίζει στα σπίτια χωρίς να μιλά και ρίχνουν μέσα ένα πραγματάκι. Αυτό το κοιμίζουν το βράδυ. Και την επομένη το βράδυ το ανοίγουν με τραγούδια ή πρόστυχα και τραβάν από μέσα και ανάλογα με το πραγματάκι το δίνεις στον αντίστοιχο. Και όταν το βράδυ εκείνο έφευγες και άκουγες ένα όνομα ανδρικό, αυτόν παντρευόσουνα»
(Βιργινία Σαπουνά, 2021)
«Ο Κλήδονας είναι το εξής: Σε μία κούπα με νερό βάζει μέσα ο καθένας ό,τι θέλει, ένα κοκαλάκι, ένα δαχτυλίδι. Τα σκεπάζουμε όλα αυτά και τη μέρα με τις φωτιές μαζεύονται όλοι γύρω-γύρω και αρχίζουν και λένε σόκιν τραγούδια, με τη διάθεσή του πειράγματος και του γέλιου. Και τραβάμε τα αντικείμενα. Αυτό γίνεται ακόμα σε όλες τις γειτονιές, όχι με είκοσι φωτιές μέσα στο χωριό. Γίνεται το μεγάλο αυτό κάτω στην πλατεία Λευκονίκου, όπου μαζευόμαστε όλοι, περισσότερο για να είναι πιο ενωμένος ο κόσμος. Αλλά γίνεται και σε ξεχωριστές γειτονιές. Εδώ για παράδειγμα ή κάτω στο μαγαζί μαζεύουμε φύλλα από τα πεύκα, πηδάμε και λέμε το «Ένα να γειαν’, το άλλο να γειάν’». Γι’ αυτό είναι και του Άι- Γιαννιού άλλωστε»
(Μάρω Μαυρίδη, 2021)
Το χαμάμ στην Αγορά του Μολύβου
Το χαμάμ που βρίσκεται στην αγορά του Μολύβου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κτήρια της οθωμανικής περιόδου στην περιοχή. Μια κατά προσέγγιση χρονολόγηση τοποθετεί την κατασκευή του μέσα στο 19ο αιώνα και η λειτουργία του ως λουτρού έπαψε κατά τη δεκαετία του 1960. Το κτήριο εγκαταλελειμμένο έκτοτε θα υποστεί όλες τις πιθανές φθορές ως έρμαιο των καιρικών συνθηκών και της έλλειψης συντήρησης. Μόλις το 2011 ξεκίνησαν οι εργασίες αναστήλωσης του και σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος μουσείου, παρέχοντας στον επισκέπτη πληροφοριακό υλικό σχετικά με την κατασκευή και λειτουργία των οθωμανικών λουτρών στη Λέσβο. Το μνημείο έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δήμου και έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού με την αριθμ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3091/53115/25-10-85 (ΦΕΚ706/β/21-11-85) Υπουργική Απόφαση
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο χώρος των λουτρών, πέρα από την πρακτική του λειτουργία, ήταν τόπος συνάθροισης και κοινωνικής συναναστροφής των κατοίκων. Μάλιστα, το χαμάμ του Μολύβου ήταν μεικτό, δηλαδή επισκέψιμο τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες, σε διαφορετικές ώρες και με ξεχωριστές εισόδους για το κάθε φύλο. Στο χαμάμ υπεύθυνοι λειτουργίας ήταν ένας ηλικιωμένος για τους άνδρες και μια ηλικιωμένη για τις γυναίκες. Ο χαμαμτζής και η χαμαμτζού φρόντιζαν να εισπράττουν το αντίτιμο για την είσοδο, το οποίο σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν σχεδόν μηδαμινό, ενώ ήταν υπεύθυνοι και για την εύρυθμη λειτουργία του χαμάμ.
Οι ντόπιοι που επισκέφθηκαν το χαμάμ στα τελευταία χρόνια λειτουργίας του θυμούνται ότι υπήρχαν άνθρωποι, οι οποίοι, έναντι αμοιβής, προμήθευαν το χαμάμ με ζεστό νερό, που κουβαλούσαν με τα γαϊδουράκια τους από τις θερμές πηγές της κοντινής στον Μόλυβο Εφταλούς: «Το εισιτήριο δεν θυμάμαι πόσο ήταν αλλά ήταν μηδαμινό. Και υπήρχαν και κάποιοι άλλοι που πηγαίναν με τα γαϊδουράκια, που είχαν δύο ντεπόζιτα από τη μία και την άλλη πλευρά, και πηγαίναν και φέρναν ζεστό νερό από την Εφταλού. Το φέρναν εδώ και πληρωνόταν. Κάναν δουλειές ο κόσμος. Δεν υπήρχαν τότε τα μπάνια. Τότε κάναμε ένα μπάνιο την εβδομάδα».
Το Χαμάμ του Μολύβου
Κοινωνική Ζωή
Λέσβος, Μήθυμνα
Στη Λέσβο, οι περιοχές που είχαν μουσουλμάνους κατοίκους διέθεταν οπωσδήποτε τζαμί και χαμάμ. Το χαμάμ, εκτός από τον κατ’ εξοχήν πρακτικό ρόλο του ως χώρου καθαριότητας και ατομικής υγιεινής, συσχετιζόταν από μια σειρά κοινωνικών και πολιτισμικών πρακτικών. Για τους μουσουλμάνους ήταν ο χώρος που επισκέπτονταν για να καθαρίσουν και να εξαγνίσουν το σώμα τους, απαραίτητα με τη χρήση τρεχούμενου νερού, πριν εισέλθουν στο τζαμί για την προσευχή τους. Έτσι, για πρακτικούς λόγους, συχνά το χαμάμ βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το τζαμί, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του Μολύβου.
Τα χαμάμ άρχισαν να χρησιμοποιούνται σταδιακά και από τους χριστιανικούς πληθυσμούς έναντι χρηματικού αντιτίμου που κατέβαλαν οι επισκέπτες. Οι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν τα χαμάμ με την έννοια του λουτρού, δηλαδή ως έναν τόπο εξασφάλισης της προσωπικής τους υγιεινής, χωρίς να αποδίδουν σε αυτά κάποιο είδος θρησκευτικής νοηματοδότησης. Μάλιστα, τα χαμάμ-λουτρά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους ακόμα και μετά την οριστική αποχώρηση των μουσουλμάνων από το νησί, που ξεκίνησε το 1912 και ολοκληρώθηκε το 1923.
Προφορικές μαρτυρίες για «Το Χαμάμ στην Αγορά του Μολύβου»
Κοινωνική Ζωή
Λέσβος, Μήθυμνα
«Από τη βορεινή πλευρά μπαίναν μόνο οι γυναίκες και οι άνδρες από την άλλη είσοδο (σήμερα κεντρική). Εδώ καθόταν και ρίχναν τα νερά.και από κάτω ήταν τα φλόγιστρα. Όλο αυτό θερμαινόνταν. Γύρω-γύρω υπήρχαν σωληνώσεις με καλοριφέρ. Με το ίδιο νερό θερμαίναν το κτήριο. Εδώ καθόταν επάνω (κέντρο της αίθουσας) και λόγω της θερμοκρασίας το νερό γινόταν ατμός, σαν σάουνα. Αυτό λειτουργεί μέχρι το 60 σαν χαμάμ. Ήρθα το 1976 σαν αστυνομικός και κάναμε εδώ πρόβα σε μουσικά όργανα, γιατί ήταν εγκαταλελειμμένος ο χώρος. Και κάπου εδώ υπήρχε μία γούρνα.
Έχουν αλλάξει τον χώρο. Γυναίκες και άνδρες δεν συναντόνταν, άλλες ώρες ο καθένας. Πριν κάνουν το λουτρό καθόταν στο πρώτο δωμάτιο (το λέγανε “κρύο”) 10 - 15 λεπτά για να πάρει θερμοκρασία το σώμα τους. Το “χλιαρό” δωμάτιο ήταν το ενδιάμεσο και μετά ήταν το “ζεστό” δωμάτιο.»
(Θανάσης Ανδριώτης, 2021)
«Υπήρχε χαμάμ. Εγώ πήγαινα στο χαμάμ. Λειτουργούσε όλες τις μέρες και ο καθένας πήγαινε όποτε ήθελε. Είχε ένα γέρο και μια γριά… με τα τσόκαρα. Μπαίναμε μέσα, βγάζαμε τα ρούχα μας, βάζαμε τα τσόκαρα, πληρώναμε. Ο καθένας πήγαινε στο δωμάτιό του. Δεν είναι όπως τώρα που είναι σαν εκθεσιακός χώρος. Ήταν χαμάμ με δωμάτια που πήγαινες και έκανες το μπάνιο σου. Τα δωμάτια ήταν ατομικά. Το νερό ήταν τρεχούμενο και υπήρχαν και δωματιάκια με μπανιέρα. Το εισιτήριό, δεν θυμάμαι πόσο ήταν αλλά ήταν μηδαμινό. Και υπήρχαν και κάποιοι άλλοι που πηγαίναν με τα γαϊδουράκια, που είχαν δύο ντεπόζιτα από τη μία και την άλλη πλευρά, και πηγαίναν και φέρναν ζεστό νερό από την Εφταλού. Το φέρναν εδώ και πληρωνόταν. Κάναν δουλειές ο κόσμος. Δεν υπήρχαν τότε τα μπάνια. Τότε κάναμε ένα μπάνιο την εβδομάδα.
Εμείς νομίζω πηγαίναμε το Σαββάτο, αλλά δεν υπήρχε κάτι τυποποιημένο. Λειτουργούσε όμως και ήταν άλλο στυλ. Δεν είναι όπως τώρα…»
(Δημήτρης Βαμβούκος, 2021)
«[…]η μαμά μου μού είπε ότι πήγαιναν εκεί και κάνανε μπάνιο. Τότε δεν είχε ζεστό νερό και πηγαίνανε εκεί με τη σειρά, αλλού τα κορίτσια και αλλού τα αγόρια και κάναν μπάνιο. Αυτό ξέρω μόνο. Μία φορά την εβδομάδα, νομίζω κάθε Τρίτη.»
(Βιργινία Σαπουνά, 2021)
Αξιώτης, Μάκης (1994). Βρύσες στη Λέσβο, Μυτιλήνη: Έκδοση Εταιρείας Αιολικών Μελετών.
Αργύρης, Παντελής (1996). «Λέσβος: Από την κατάκτηση (1462) στη σύγχρονη εποχή», στο Λέσβος η Αιολική, Αθήνα: Αστερισμός.
Ασβεστά, Αλίκη & Ιόλη Βιγγοπούλου (2001). «Περιηγητές στα χαμάμ», 7 Ημέρες, Καθημερινή (20/5/2001), σσ. 11-15.
Βαλέτας, Γεώργιος (1973). «Η πνευματική και εκπαιδευτική Μήθυμνα. Το πλουσιόδωρο λίκνο του Εφταλιώτη», Αιολικά Γράμματα, Γ’, τ. 15, σσ. 207-216.
Ελευθεριάδης, Μίμης (1981). Λέσβος. Το νησί της αρμονίας. Ιστορία- Λαογραφία- Αρχαιολογικά ενδιαφέροντα- Τουρισμός, επιμ. Ν. Δαμδούμης, Μυτιλήνη.
Θεοφίλου, Φαίδων (2010). Η Μήθυμνα στο Φως της Ιστορίας, Μυτιλήνη: Ενδελέχεια.
Θηβαίου-Παπαθεράπων, Παναγιώτα. Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Μηθύμνης «Αργύρης Εφταλιώτης», Ψηφιακός Ηρόδοτος
Καραφύλλη, Μαριάνθη (2021). Σχολεία Μήθυμνας (Μολύβου) Λέσβου, Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
Κατσαργύρη-Μαρκεζίνη (2014). Λουτρά και χαμάμ στη Μυτιλήνη: κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές (τέλη 19ου αι. – τέλη 20ου αι.): συμβολή στη λαογραφική μελέτη της χρήσης του νερού και της σωματικής καθαριότητας, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Κότσαλη-Παπαδημητρίου, Κατερίνα (1982). Μήθυμνα, Αθήνα: Δήμος Μήθυμνας.
Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι (2007), Αθήνα: Πατάκης.
Λυκιαρδοπούλου-Κοντάρα, Σταυρούλα (2008). Η εκπαίδευση στη Λέσβο κατά την τελευταία περίοδο της Οθωμανοκρατίας (1800-1912), Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Πολίτης, Λίνος (2003). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Σηφουνάκης, Νίκος κ.ά. (1986). Βιομηχανικά κτίρια στη Λέσβο. 19ος και αρχές 20ού αιώνα. Ελαιοτριβεία & Σαπωνοποιεία, Λέσβος: Νομαρχία Λέσβου.
Σιφναίου, Ευρυδίκη κ.ά. (2002). Ενθύμιον Σαπωνοποιίας Λέσβου, (επιμ.) Ε. Σιφναίου, Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη.
Σκόρδας, Παναγιώτης (2010). Το αφηγηματικό έργο του Αργύρη Εφταλιώτη, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία, ΕΚΠΑ.
Τάξης, Οικονόμος (1909). Συνοπτική Ιστορία και Τοπογραφία της Λέσβου, Κάιρο: Τυπογραφείο Ι. Πολίτου.
Τσιάμης, Μήτσος (1989). Η κοινωνική ανάπτυξη του Μολύβου (Μήθυμνας) και ο ΜΙΧΑΗΛ ΓΟΥΤΟΣ, Αθήνα: Παπαδήμα.
Χατζηγιάννης, Στράτος (1976). Η ιστορία της Μήθυμνας (η πατρίδα του Αρίονα από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα), Αθήνα.
- Θανάσης Ανδριώτης
- Δημήτρης Βαμβούκος
- Δώρα Γιαννάκου-Παρίση
- Ρένα Γρηγορίου
- Μαριάνθη Καραφύλλη
- Βιργινία Μαντέου
- Μάρω Μαυρίδη-Ανδριώτη
- Νίκος Μόλβαλης
- Λένα Μουτάφη
- Βιργινία Σαπουνά
- Βασίλης Τιτιρέκης
- Βασιλική Χαβουτσιώτη
- Μαρία Χαραλάμπους